Greek English German Russian

ΓΑΪΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡ (GAIUS JULIUS CAESAR) 100 π.Χ. - 44 π.X. ΚΑΙ Η ΑΡΧΑΙΑ ΡΩΜΗ


Γάιος Ιούλιος Καίσαρ 100 π.Χ. - 44 π.X.

Η Αρχαία Ρώμη

Ο όρος Αρχαία Ρώμη περιγράφει έναν πολιτισμό που είχε τις ρίζες του σε μια μικρή αγροτική κοινότητα η οποία ιδρύθηκε στην Ιταλική χερσόνησο κατά τον 10ο αιώνα π.Χ. Ανήκοντας γεωγραφικά στο χώρο της Μεσογείου Θάλασσας, εξελίχθηκε σε μια από τις εκτενέστερες αυτοκρατορίες στην ιστορία. Με την πάροδο των αιώνων, το Ρωμαϊκό πολίτευμα μετατράπηκε από μοναρχία σε ολιγαρχική δημοκρατία, και κατόπιν σε μια όλο και πιο συγκεντρωτική αυτοκρατορία. Κατέληξε να κυριαρχήσει στο σύνολο της Δυτικής Ευρώπης και της Μεσογείου διαμέσου της κατάκτησης και της αφομοίωσης...


Η παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επήλθε τον 5ο αιώνα μ.Χ. Μαστιζόμενη από πολιτική αστάθεια και αφού δέχτηκε πολυάριθμες επιθέσεις από μεταναστεύοντες πληθυσμούς, το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων της Ισπανίας, της Γαλατίας και της Ιταλίας, διαιρέθηκε σε ανεξάρτητα βασίλεια κατά τον 5ο αιώνα.

Το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, του οποίου η κυβέρνηση είχε σαν έδρα την Κωνσταντινούπολη, επιβίωσε της κρίσης και συνέχισε να υφίσταται για μια ακόμη χιλιετηρίδα, μέχρι που τα υπολείμματά του κατακτήθηκαν από την ανερχόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το Μεσαιωνικό αυτό κράτος της Ανατολής συνήθως αναφέρεται από τους ιστορικούς ως «Βυζαντινή Αυτοκρατορία».

Ο Ρωμαϊκός πολιτισμός συχνά κατατάσσεται στην «Κλασική Αρχαιότητα» μαζί με την Αρχαία Ελλάδα, ενός πολιτισμού που επηρέασε καθοριστικά αυτόν της Αρχαίας Ρώμης. Ο τελευταίος είχε σημαντική συνεισφορά στη διαμόρφωση της νομοθεσίας, της τέχνης, της λογοτεχνίας, της πολεμικής τέχνης, της αρχιτεκτονικής, της τεχνολογίας και της γλώσσας στον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο, και η ιστορία του εξακολουθεί να επηρεάζει το σημερινό παγκόσμιο πολιτισμό.

Ίδρυση του Ρωμαϊκού Βασιλείου

Με τον όρο Ρωμαϊκό Βασίλειο (Λατινικά: Regnum Romanum) εννοείται η περίοδος εκείνη της αρχαίας Ρωμαϊκής ιστορίας πριν από την ίδρυση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, κατά την οποία το πολίτευμα του κράτους ήταν η μοναρχία. Καμιά πληροφορία που είναι διαθέσιμη για τη συγκεκριμένη περίοδο δεν έχει απολύτως εξακριβωθεί, καθώς οι πηγές εντάσσονται σε μεταγενέστερες εποχές (δημοκρατική και αυτοκρατορική) και επιπροσθέτως συγχέουν τα ιστορικά γεγονότα με τον μύθο. Σύμφωνα με την παράδοση η εποχή αυτή έχει ως έτος έναρξης το 753 π.Χ., μυθική ημερομηνία ίδρυσης της Ρώμης, και τελειώνει το 510/509 π.Χ., με την εκθρόνιση του εβδόμου και τελευταίου βασιλιά της πόλης.

Κατά την πρώιμη Ρωμαϊκή ιστορία, κεφαλή του κράτους ήταν ο «Rex» (σημαίνει βασιλιάς), τον οποίο εξέλεγαν οι «patres», δηλαδή οι άρχουσες οικογένειες (εκτός από τον Ρωμύλο, τον ιδρυτή της πόλης), προκειμένου να κυβερνήσει την πόλη. Δεν υπάρχουν σωζόμενες αναφορές σχετικά με τα κριτήρια εκλογής των πρώτων τεσσάρων βασιλέων της Ρώμης, αν και για τους τρεις επόμενους υιοθετήθηκε μια γραμμή συγγενικής διαδοχής από την οικογένεια της μητέρας. Συνεπώς οι αρχαίοι ιστορικοί υιοθετούν την άποψη πως ο βασιλιάς επιλεγόταν βάσει της αρετής του.

Όσο για τις εξουσίες που κατείχε, οι ιστορικές πηγές του αποδίδουν αρμοδιότητες ανάλογες με αυτές των υπάτων της δημοκρατικής περιόδου. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν πως η πραγματική εξουσία άνηκε στο λαό και πως ο βασιλιάς ήταν απλώς το εκτελεστικό όργανο, ενώ άλλοι αποδίδουν στον βασιλιά απόλυτη εξουσία, με τον λαό και τη Σύγκλητο να περιορίζονται σε δευτερεύοντες ρόλους.


Υποθέτοντας πως όντως ίσχυαν οι εξουσίες τις οποίες η παράδοση αποδίδει στο πρόσωπο αυτό, αυτές θα ήταν: η εκτελεστική εξουσία, η διοίκηση του στρατού, η πρωτοκαθεδρία στη θρησκευτική ζωή, η νομοθετική και δικαστική εξουσία. Τέλος θεωρούνταν ο αντιπρόσωπος των Ρωμαίων απέναντι στους θεούς. Με την ιδιότητα αυτή επιβίωσε το αξίωμα μετά το πέρας της μοναρχίας, με τη μορφή του «rex sacrorum».

Οι λαοί που κατοικούσαν την Ιταλική χερσόνησο πριν από την άνοδο της Ρώμης δεν συνδέονταν γενετικά ή γλωσσικά με σαφή τρόπο. Ορισμένοι μιλούσαν γλώσσες Ιταλικές, άλλοι ήταν απόγονοι Ελλήνων αποίκων που διατηρούσαν την Ελληνική τους ταυτότητα, ενώ άλλοι άνηκαν σε άλλα Ινδοευρωπαϊκά παρακλάδια. Η κατηγοριοποίηση όλων αυτών των πληθυσμών είναι από δύσκολη έως αδύνατη λόγω έλλειψης αδιάψευστων στοιχείων. 

Ωστόσο, εξαιτίας της μεγάλης επιρροής των Ετρούσκων σε όλους τους άλλους λαούς της χερσονήσου, μπορούμε να μιλάμε για έναν «Ετρουσκο-Ιταλικό πολιτισμό». Η χερσόνησος κατοικούταν ήδη από τη νεολιθική περίοδο. Ένα πρώτο μεταναστευτικό κύμα στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. έφερε τα φύλα που γνώριζαν να επεξεργάζονται τον μπρούτζο. Ένα δεύτερο κύμα στα τέλη της επόμενης χιλιετίας έφερε τα φύλα που είναι γνωστά κατά τους ιστορικούς χρόνους.

Σύμφωνα με τον Τζάκομο Ντεβότο, υπήρχαν τρία κύρια εθνικο-γλωσσικά παρακλάδια:

  • Προϊνδοευρωπαίοι (νεολιθικοί): Ετρούσκοι, Λίγυες, Αλπίνοι, πρωτο-Ούμπρι, Ελύμοι, Σικανοί, Σάρδοι, Κόρσοι, κ.ά.
  • Πρωτολατίνοι ή Πρωτοϊνδοευρωπαίοι: Λατίνοι, Σικελοί, Αύσονες, Όσκοι, Οινώτροι, Ιταλοί, κ.ά.
  • Ιταλοί ή Νεοϊνδοευρωπαίοι: Σαβίνοι, νεο-Ούμπρι, Λουκανοί, Βρέττιοι, Μάρσοι, Φρεντανοί, Πραιτούττιοι, Αίκουοι, κ.ά.

Σύμφωνα με το θρύλο, η Ρώμη ιδρύθηκε το 753 π.Χ. από το Ρωμύλο και το Ρέμο, δύο δίδυμα αδέρφια, απογόνους του Τρώα πρίγκιπα Αινεία, που ανατράφηκαν από μια λύκαινα. Η παράδοση θέλει την ίδρυση της Ρώμης να λαμβάνει χώρα στις 21 Απριλίου 753 π.Χ.

Οι Ρωμύλος και Ρέμος ήταν εγγονοί του βασιλιά του Λατίου, που είναι γνωστός με το όνομα Νουμίτωρ. Τον μονάρχη αυτό εκθρόνισε ο μοχθηρός αδερφός του Αμούλιος, θανατώνοντας τους αρσενικούς του απογόνους. Τη δε κόρη του, Ρέα Συλβία, την ανάγκασε να γίνει μια από τις Εστιάδες Παρθένες, οι οποίες ορκίζονταν αγνότητα για τριάντα χρόνια. Ως αποτέλεσμα η γραμμή του Νουμίτορος δεν θα αποκτούσε άλλους απογόνους.


Η Ρέα Συλβία τελικά έφερε στον κόσμο δίδυμα αγόρια, τα οποία υποστήριξε πως της χάρισε ο θεός Μαρς. Ο νέος βασιλιάς, που φοβήθηκε πως οι δύο ημίθεοι θα του έκλεβαν το θρόνο διέταξε να θανατωθούν. Η ευσπλαχνία ενός υπηρέτη οδήγησε στην εγκατάλειψή τους στον Τίβερη, όπου τα βρήκε και τα θήλασε μια λύκαινα. Όταν μεγάλωσαν τα δίδυμα αποκατέστησαν την αδικία επιστρέφοντας το θρόνο στον παππού τους.

Τα δίδυμα ίδρυσαν τότε τη δική τους πόλη. Ωστόσο ο Ρωμύλος θανάτωσε τον αδερφό του, Ρέμο, έπειτα από σφοδρή διαφωνία. Κατά μία εκδοχή για το ποιος θα κυβερνήσει τη νέα πόλη, κατά μία άλλη για το ποιος θα χαρίσει το όνομά του στην πόλη. Από τον Ρωμύλο τελικά πήρε το όνομά της η Ρώμη. Καθώς ο γυναικείος πληθυσμός της ήταν ιδιαίτερα χαμηλός, οι Λατίνοι κάλεσαν τους Σαβίνους σε μια γιορτή και έκλεψαν τα νεαρά τους κορίτσια, γεγονός που οδήγησε τελικά στην ένωση και αφομοίωση των δύο λαών.

Η πόλη της Ρώμης αναπτύχθηκε γύρω από ένα οχυρό στον ποταμό Τίβερη, αποτελώντας σταυροδρόμι των ταξιδευτών και των εμπόρων. Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες το χωριό της Ρώμης ιδρύθηκε κατά πάσα πιθανότητα κάποια στιγμή τον 8ο αιώνα π.Χ., αν και θα μπορούσε να προϋπήρχε από το 10ο αιώνα π.Χ., φιλοξενώντας Λατινικά φύλα, στην κορυφή του Παλατινού Λόφου.

Οι Ετρούσκοι, που παλαιότερα είχαν εγκατασταθεί στα βόρεια, στην Ετρουρία, από ότι φαίνεται ασκούσαν πολιτική επιρροή στην περιοχή κατά τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ., αποτελώντας την αριστοκρατική τάξη. Μέχρι τα τέλη του επόμενου αιώνα, οι Ετρούσκοι είχαν χάσει την εξουσία, και ήταν τότε που Λατίνοι και οι Σαβίνοι άλλαξαν τη μορφή διακυβέρνησης υιοθετώντας το δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο περιόριζε τη δύναμη των κυβερνώντων.

Η Ρωμαϊκή παράδοση, όπως και οι αποδείξεις που παρέχουν οι αρχαιολόγοι, καταδεικνύει ένα σύμπλεγμα στη Ρωμαϊκή Αγορά (Forum Romanum), ως έδρα του βασιλέως και του πρώτου θρησκευτικού κέντρου. Ο Νουμάς Πομπίλιος αποτέλεσε το δεύτερο βασιλιά της Ρώμης, ως διάδοχος του Ρωμύλου. Ήταν αυτός που έβαλε σε εφαρμογή τα πρώτα μεγάλα έργα ανοικοδόμησης της πόλης, το παλάτι του στη Ρετζία και τον Οίκο των Εστιάδων Παρθένων.

Κατά την αρχαιότητα συνυπήρχαν δύο παραδόσεις σχετικά με την προέλευση της Ρώμης. Οι Έλληνες, ανάμεσα στους οποίους ο Ελλάνικος από τη Μυτιλήνη (5ος αιώνας π.Χ.), απέδιδαν την ίδρυσή της στον Αινεία και στους επιζώντες της καταστροφής της Τροίας. Οι αρχαίες Ρωμαϊκές διηγήσεις επικαλούνται εξίσου κάποιον Λατίνο, βασιλιά της φυλής των Λατίνων και πεθερό του Αινεία, ως ιδρυτή της πόλης.


Ο Βιργίλιος άντλησε έμπνευση από την πρώτη παράδοση για να γράψει το έπος «Αινειάδα», ένα έργο με πρόθεση περισσότερο ποιητική (κατά το πρότυπο του Ομήρου), παρά ιστορική. Ωστόσο υπάρχουν δύο λεπτομερείς καταγραφές της πρώιμης Ρωμαϊκής ιστορίας, που συμπίπτουν σε πολλά σημεία και αποτελούν την κύρια πηγή των σύγχρονων μελετητών.

Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (1ος αιώνας π.Χ.), ήταν Έλληνας ιστορικός και διδάσκαλος της ρητορικής. Πήγε στη Ρώμη μετά τη λήξη των εμφυλίων πολέμων όπου πέρασε 22 χρόνια μελετώντας τη Λατινική γλώσσα και συλλέγοντας υλικό για να συγγράψει την ιστορία του. Συνέγραψε ένα μεγαλεπήβολο έργο με τίτλο «Ρωμαϊκή Αρχαιολογία», στο οποίο αφηγείται την ιστορία της Ρώμης από την ίδρυσή της μέχρι και την έναρξη του Α' Καρχηδονιακού Πολέμου. Τμήματα του έργου αυτού σώζονται αυτούσια, ενώ πολλά άλλα παραθέτουν μεταγενέστεροι συγγραφείς, όπως ο Αππιανός, ο Πλούταρχος και ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος.

Ο ιστορικός Τίτος Λίβιος, επίσης σύγχρονος του πρώτου αυτοκράτορα της Ρώμης, του Αυγούστου, συνέγραψε ένα εκτενές έργο με τίτλο«Ab Urbe condita», που στα Λατινικά σημαίνει «από την ίδρυση της πόλης», όπου καταγράφει ολόκληρη τη Ρωμαϊκή ιστορία μέχρι και την εποχή του. Στους πρώτους τόμους συγκεντρώνει διάφορες παραδοσιακές διηγήσεις σχετικά με την περίοδο της βασιλείας, στις οποίες συχνά η ιστορική αλήθεια είναι άρρηκτα δεμένη με τη μυθοπλασία. Ο Λίβιος, λοιπόν, αφηγείται την ιστορία των δίδυμων ιδρυτών της Ρώμης, Ρωμύλου και Ρέμου, απογόνων του Τρώα ήρωα Αινεία.

Σύμφωνα με το μύθο, το όνομα της πόλης έχει ως ρίζα εκείνο του μυθικού ιδρυτή της και πρώτου ηγεμόνα της, του Ρωμύλου. Προσφάτως έχουν αναπτυχθεί θεωρίες που αναζητούν τη γλωσσολογική ρίζα του ονόματος. Μια πιθανή περίπτωση είναι να είναι παράγωγο της Ελληνικής λέξης «Ρώμη», που σημαίνει "ανδρεία, γενναιότητα". Μια άλλη πιθανότητα είναι η προέλευση από τη ρίζα *rum- (σημαίνει «ρώγα»), ως αναφορά στη λύκαινα που υιοθέτησε και θήλασε τα δίδυμα αδέρφια. Ο Βάσκος μελετητής Μανουέλ ντε Λαρραμέντι υποστήριξε πως μπορεί να υπάρχει κάποια συσχέτιση με τη Βασκική λέξη «orma» (σύγχρονη γλώσσα «horma»), που σημαίνει «τοίχος».

Η Ρωμαϊκή Δημοκρατία

Η εγκαθίδρυση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας έλαβε χώρα περίπου το 509 π.Χ. όταν ο τελευταίος των επτά βασιλέων της Ρώμης, Ταρκήνιος Σουπέρβος, ανατράπηκε και στη θέση του εγκαθιδρύθηκε ένα σύστημα βάσει του οποίου κυβερνούσαν αιρετοί άρχοντες που εκλέγονταν κάθε χρόνο, καθώς και διάφορες μορφές συνελεύσεων. Η ψήφιση συντάγματος καθόρισε μια σειρά από ελεγκτικά όργανα και σαφή διαχωρισμό των εξουσιών.

Οι σημαντικότεροι από τους αξιωματούχους της πόλης ήταν οι δύο ύπατοι (consules), που ασκούσαν από κοινού την εκτελεστική εξουσία, η οποία συχνά περιγράφεται με τον όρο«imperium». Οι ύπατοι έπρεπε να συνεργαστούν με τη Σύγκλητο, την οποία συγκροτούσαν οι ευγενείς, γνωστοί ως «πατρίκιοι». Αρχικά ο ρόλος της ήταν συμβουλευτικός, ωστόσο με το πέρασμα του καιρού απέκτησε μεγαλύτερο μέγεθος και σημαντική πολιτική δύναμη. Άλλα αξιώματα της ρωμαϊκής κοινωνίας περιλαμβάνουν τους πραίτορες (Praetor), τους αγορανόμους (Aedile) και τους κυαίστορες (Quaestor).


Τα άτομα αυτά αρχικά επιλέγονταν κατά αποκλειστικότητα από τους πατρικίους, αλλά αργότερα έγιναν προσιτά και για κοινούς ανθρώπους, που ήταν γνωστοί με το όνομα «πληβείοι». Εκλογικά σώματα ήταν η Λοχίτιδα Εκκλησία (comitia centuriata), η οποία αποφάσιζε για θέματα πολέμου και ειρήνης και επίσης φρόντιζε για την εκλογή των αξιωματούχων, και η Φυλετική Εκκλησία (comitia tributa), η οποία εξέλεγε κατώτερους αξιωματούχους.

Οι Ρωμαίοι σταδιακά υπέταξαν τους υπόλοιπους πληθυσμούς της ιταλικής χερσονήσου, ανάμεσα στους οποίους και τους Ετρούσκους. Η τελευταία απειλή για τη ρωμαϊκή κυριαρχία εμφανίστηκε όταν ο Τάραντας, μια ισχυρή Ελληνική αποικία, ζήτησε τη βοήθεια του βασιλιά της Ηπείρου, του Πύρρου. Εντούτοις, ακόμη κι αυτή η προσπάθεια τελικά απέτυχε. Οι Ρωμαίοι διασφάλισαν την κυριαρχία τους ιδρύοντας αποικίες σε στρατηγικά σημεία, κερδίζοντας σταθερό έλεγχο στα εδάφη αυτά. 

Κατά το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ., η Ρώμη συγκρούστηκε με την Καρχηδόνα στον πρώτο από τους τρεις συνολικά Καρχηδονιακούς Πολέμους. Οι συγκρούσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα τις πρώτες υπερπόντιες κατακτήσεις των Ρωμαίων, της Σικελίας και της Ισπανίας, και την άνοδο της Ρώμης σαν υπολογίσιμη δύναμη. Αφού πέτυχαν καθοριστικές νίκες κατά των Μακεδόνων και των Σελευκιδών το 2ο αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι έγιναν ο ισχυρότερος λαός στο χώρο της Μεσογείου.

Η νέα αυτή δύναμη όμως, έφερε εσωτερικές διενέξεις. Οι Συγκλητικοί απέκτησαν μεγάλο πλούτο χάρις στις κατακτηθείσες περιοχές, αλλά οι στρατιώτες που ήταν στην πλειοψηφία τους μικρογαιοκτήμονες, βρίσκονταν για όλο και μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα μακρυά από την πατρίδα και δεν μπορούσαν να φροντίσουν τη γη τους. Η αυξημένη εξάρτηση από τους ξένους σκλάβους και η μεγάλη έκταση που είχαν λάβει τα λατιφούντια (αγροτικά κτήματα) μείωσαν τις δυνατότητες εύρεσης αμειβόμενης εργασίας. 

Τα έσοδα από τα πολεμικά λάφυρα, την εξάπλωση του εμπορίου και τη συλλογή φόρων δημιούργησαν νέες οικονομικές ευκαιρίες για τους εύπορους, δημιουργώντας μια νέα κοινωνική τάξη εμπόρων, που καλούνταν «ιππείς». Ο Κλαυδιανός Νόμος (Lex Claudia) απαγόρευε στα μέλη της Συγκλήτου να ασχολούνται με το εμπόριο, αλλά κι από την άλλη, αν και θεωρητικά οι ιππείς μπορούσαν να ενταχθούν στη Σύγκλητο, η δύναμή τους ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη.

Αενάως η Σύγκλητος προέβαλλε ενστάσεις, παρεμποδίζοντας ξανά και ξανά την ψήφιση αγροτικών μεταρρυθμίσεων, αρνούμενη παράλληλα να παραχωρήσει στην τάξη των ιππέων περισσότερα πολιτικά δικαιώματα. Παράλληλα, άγριες συμμορίες που απαρτίζονταν από άνεργους ταραχοποιούς, τις οποίες ήλεγχαν αντιμαχόμενοι συγκλητικοί, εκφόβιζαν το εκλογικό σώμα με την άσκηση βίας. Η κατάσταση κλιμακώθηκε στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. όταν ήρθαν στο προσκήνιο οι αδερφοί Γράκχοι, ένα ζεύγος Τριβούνων που προσπάθησαν να προχωρήσουν σε αναδασμό της γης των προνομιούχων, παραδίδοντάς την στα χέρια των πληβείων.


Και τα δύο αδέρφια βρήκαν το θάνατο, αλλά η Σύγκλητος πέρασε κάποια σχετικά ψηφίσματα σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει το λαό που βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό. Η άρνηση παροχής των δικαιωμάτων του Ρωμαίου Πολίτη στους κατοίκους των συμμαχικών ιταλικών πόλεων οδήγησε στον Συμμαχικό Πόλεμο του 91 – 88 π.Χ. Οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του Γάιου Μάριου είχαν ως αποτέλεσμα να δείχνουν τα στρατεύματα μεγαλύτερη αφοσίωση στο διοικητή τους παρά στην ίδια την πόλη. Έτσι ένας ισχυρός στρατηγός μπορούσε να κρατά την πόλη και τη Σύγκλητο σε κατάσταση ομηρείας. 

Η κατάσταση αυτή επέφερε τον πόλεμο ανάμεσα στο Μάριο και τον προστατευόμενό του, Σύλλα, και είχε σαν επακόλουθο την εγκαθίδρυση δικτατορίας από το Σύλλα κατά την περίοδο 81 – 79 π.Χ. Στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. τρεις άνδρες, ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Πομπήιος και ο Κράσσος, σχημάτισαν μια συμμαχία, γνωστή ως Πρώτη Τριανδρία, για να ελέγξουν τη Δημοκρατία. Αφού ο Καίσαρ κατέκτησε τη Γαλατία, η διαφωνία του με τη Σύγκλητο οδήγησε στο ξέσπασμα εμφυλίου πολέμου, με τον Πομπήιο να ηγείται των στρατευμάτων για λογαριασμό της Συγκλήτου. Νικητής αναδείχτηκε ο Καίσαρ, που αργότερα ονομάστηκε Δικτάτωρ δια Βίου. 

Ωστόσο οι πολιτικοί του αντίπαλοι των δολοφόνησαν το Μάρτιο του 44 π.Χ.ώστε να σταματήσουν την ιλιγγιώδη ανοδική του πορεία. Η επόμενη ημέρα όμως, έφερε στην εξουσία μια νέα Δεύτερη Τριανδρία, που την αποτελούσαν ο Οκταβιανός, κληρονόμος του Καίσαρα, και οι πρώην σύμμαχοί του, Μάρκος Αντώνιος και Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος. 

Η εύθραυστη αυτή συμμαχία κατέληξε σε μια ανηλεή μάχη για κυριαρχία. Αρχικά ο Λέπιδος εξορίστηκε από την πολιτική ζωή, και κατόπιν ο Οκταβιανός, με τις πολύτιμες υπηρεσίες του στρατηγού του Μάρκου Αγρίππα, πέτυχε ολοκληρωτική νίκη κατά του Μάρκου Αντωνίου και της συντρόφου του, Βασίλισσας Κλεοπάτρας Ζ' της Αιγύπτου στην περιβόητη Ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ. Μετά την εξέλιξη αυτή ο Οκταβιανός έμεινε ο μόνος αδιαμφισβήτητος κύριος της Ρώμης.

Βιογραφία του Ιούλιου Καίσαρα

Ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ (Λατ. Gaius Julius Caesar) (13 Ιουλίου 101 π.Χ. ή 12 Ιουλίου 100 π.Χ. – 15 Μαρτίου 44 π.Χ.) ήταν η σημαντικότερη προσωπικότητα της Ρωμαϊκής ιστορίας. Μέγας στρατηγός και χαρισματικός πολιτικός, άλλαξε την μορφή του πολιτεύματος της Ρώμης ενώ με τις κατακτήσεις του έβαλε τις βάσεις της εξέλιξης του ευρωπαϊκού πολιτισμού.  

Το όνομά του μύθος. Η ζωή και η δράση του θρυλική. Το τέλος του μυθιστορηματικό. Το ένα του όνομα δόθηκε σε έναν ημερολογιακό μήνα. Το άλλο έγινε συνώνυμο με τον αυτοκρατορικό τίτλο και ας μην έγινε ποτέ αυτοκράτορας, όπως λανθασμένα πιστεύουν πολλοί. Μια διαδεδομένη εγχείρηση, και σχετικά απλή στις μέρες μας, ονομάστηκε Καισαρική. Επιπλέον, ήταν ο πρώτος στην ιστορία που, επειδή ήταν φαλακρός, προσπαθώντας να κρύψει την φαλάκρα του χτένιζε τα μαλλιά του από τον αυχένα προς το μέτωπο! Ας τον ευχαριστήσουν οι σημερινοί άνδρες που συνεχίζουν αυτή την παράδοση!


Αλήθεια, ποιος ήταν πράγματι ο Ιούλιος Καίσαρας; Ένας αμείλικτος δικτάτορας; Ένας ευφυέστατος στρατηγός και σπουδαίος διορατικός πολιτικός; Ένας μεγάλος συγγραφέας; Μάλλον ήταν όλα αυτά. Γεννήθηκε στην κακόφημη περιοχή της Ρώμης, την Σουμπούρα, το 102 ή το 100 π.Χ. Διδάχτηκε τα Λατινικά και τα Ελληνικά από τον Γαλάτη παιδαγωγό του Αντώνιο Γρίφωνα. Στην εφηβεία του είχε κρίσεις επιληψίας και μεγάλη του φιλοδοξία ήταν να γίνει συγγραφέας.

Ο Σουητώνιος έγραφε πως ήταν ψηλός, γεμάτος, με ανοιχτόχρωμο χρώμα και μαύρα μάτια. Από την άλλη, ο Πλούταρχος γράφει πως ήταν λεπτός και μετρίου αναστήματος. Από παιδί ήταν έξοχος ιππέας. Έτρωγε λιτά και ήταν πάντα ψύχραιμος και με καθαρό μυαλό. Δεν ήταν όμορφος κάτω από το φαλακρό και βαρύ του μέτωπο, αφού διέθετε ένα τετράγωνο σαγόνι κι ένα στόμα μικρό και τοξωτό, πλαισιωμένο από δυο βαθιές και ίσιες ρυτίδες, με το κάτω χείλος να εξέχει ελαφρά σε σχέση με το πάνω. Αυτό δεν τον εμπόδισε να είναι μεγάλρος εραστής της εποχής του, αφού παντρεύτηκε τέσσερις φορές και είχε αμέτρητες ερωμένες!

Οι στρατιώτες του τον αποκαλούσαν moechus calvus, ο «φαλακρός μοιχός», κι όταν περνούσαν μέσα από τη Ρώμη στη διάρκεια των θριάμβων του, φωνάζανε: «Κλείστε τις γυναίκες σας στα σπίτια: γύρισε ο φαλακρός γόης». Ο Καίσαρας ήταν ο πρώτος που γελούσε με όλα αυτά. Λανθασμένα πιστεύουμε σήμερα πως ήταν σοβαρός, “βαρύς” και μεγαλοπρεπής. Ήταν ένας κοσμοπολίτης, ευγενής, κομψός χωρίς προκαταλήψεις. Επιπρόσθετα, ήταν από τους μεγαλύτερους χιουμορίστες της ιστορίας, ικανός να αποδεχτεί τους σαρκασμούς και να τους ανταποδώσει με δηκτικό τρόπο. Ήταν ελαστικός με τα ελαττώματα των άλλων, γιατί ήθελε να κάνουν και οι άλλοι το ίδιο γι’ αυτόν.

Τίποτα δεν προοιώνιζε πως θα αναδεικνυόταν σε τόσο μεγάλο άντρα. Στα δεκάξι του έφυγε για έναν πόλεμο στην Ασία και στα δεκαοχτώ του επέστρεψε και παντρεύτηκε, κατ’ επιθυμία του πατέρα του, την Κοσσουτία, αλλά, μόλις ο πατέρας του πέθανε, την έδιωξε και πήρε την Κορνηλία κόρη του Κίνα, διάδοχο του θείου του Μάριου. Έτσι, συνδέθηκε με το λαϊκό κόμμα. Όταν ο Σύλλας έγινε δικτάτορας, τον διέταξε να πάρει διαζύγιο, αλλά αυτός, αν και άλλαζε τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, παραδόξως αρνήθηκε και έτσι εξορίστηκε!

Με την απόσυρση του Σύλλα, επέστρεψε στην Ρώμη, αλλά καθότι ανιψιός του Μάριου, για να αποφύγει τις πολιτικές διώξεις, έφυγε για την Κιλικία. Εκεί τον αιχμαλώτισαν πειρατές και ζήτησαν είκοσι τάλαντα λύτρα. Ο Καίσαρας θεώρησε μικρή την τιμή για την αξία του και είπε πως θα τους έδινε πενήντα. Έστειλε τους δούλους του να βρουν τα χρήματα, ενώ αυτός έγραφε στίχους και τους διάβαζε στους απαγωγείς του, κάτι που δεν το εκτίμησαν. Τους αποκάλεσε βάρβαρους και ηλίθιους και υποσχέθηκε να τους τιμωρήσει. Όταν αφέθηκε ελεύθερος, ναύλωσε ένα πλοίο και τους συνέλαβε. Πήρε πίσω τα χρήματά του και σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, πριν τους κρεμάσει, τους έκοψε τον λαιμό.

Το 68π.Χ επέστρεψε στη Ρώμη και εκλέχτηκε ταμίας, αφού με χρήματα που εξοικονόμησε αγόρασε τις απαραίτητες ψήφους. Στάλθηκε με μια στρατιά στην Ισπανία, νίκησε τους εξεγερμένους και απέκτησε την φήμη του γενναίου στρατιώτη. Το 63 π.Χ., αν και βουτηγμένος στα χρέη, εκλέχτηκε αγορανόμος και χρηματοδότησε θεάματα στη Ρώμη. Το 60 π.Χ ονομάστηκε προστάτης της Ισπανίας, αλλά οι πιστωτές του δεν τον άφησαν να φύγει πριν πληρώσει τα χρέη του. Τον δάνεισε ο Κράσσος. Επέστρεψε με τόσα λάφυρα από την Ισπανία που τέλεσε θρίαμβο.


Οι συντηρητικοί τον απεχθάνονταν, μια που παρουσιαζόταν σαν αρχηγός των λαϊκών μαζών. Θα μπορούσαν να αντιπαρατάξουν τον Πομπήιο απέναντι στον Καίσαρα, αλλά και αυτόν τον ζήλευαν για τις νίκες και τα πλούτη του. Διπλωματικά ο Καίσαρας προσέγγισε τον Πομπήιο και μαζί με τον Κράσσο δημιούργησαν την πρώτη τριανδρία. Αυτοί θα έβαζαν τα πλούτη και την επιρροή τους και ο Καίσαρας το μυαλό και την ευφυΐα του για να εκλεγεί ύπατος. Ο Καίσαρας εκλέχτηκε και πρότεινε να μοιραστούν γαίες στους στρατιώτες του Πομπηίου και να γίνουν ρυθμίσεις στις οποίες προσέβλεπε ο Κράσσος.

Παρά την αντίδραση της Συγκλήτου, οι νόμοι ψηφίστηκαν με μεγάλη πλειοψηφία και ο Πομπήιος παντρεύτηκε τη κόρη του Καίσαρα, την Ιουλία. Και πάλι χρηματοδοτήθηκαν θεάματα στο Τσίρκο, την στιγμή που ο Καίσαρας προωθούσε τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις του. Την επόμενη χρονιά φρόντισε να εκλεγούν ύπατοι δικοί του, ο Γαβίνιος και ο Πιζόνης, του οποίου την κόρη Καλπουρνία πήρε γυναίκα, για τέταρτη φορά, αφού χώρισε από την τρίτη του σύζυγο Πομπηία, εναντίον της οποίας εκκρεμούσε δίκη για ασέβεια και προσβολή δημοσίας αιδούς.

 Η Πομπηία ήταν ιέρεια της θεάς Βόννας και κατηγορούνταν πως είχε φέρει τον εραστή της, Κλαύδιο, μέσα στον ναό. Κανείς δεν ήταν σίγουρος, αν τον είχε φέρει η ίδια ή είχε πάει μόνος του. Ο Καίσαρας πάντως κατέθεσε υπέρ της αθωότητάς της, αλλά ο δικαστής τον ρώτησε γιατί παρ’ όλα αυτά είχε πάρει διαζύγιο. Αυτός απάντησε: «Γιατί η γυναίκα του Καίσαρα δεν φτάνει να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται!» Μάλιστα, κατέθεσε και υπέρ του Κλαυδίου και με τα λεφτά του Κράσσου εξαγόρασε τους δικαστές και τον αθώωσαν.

Γιατί υποστήριξε τον εραστή της γυναίκας του; Διότι αδιαφορούσε για την συζυγική του τιμή. Έψαχνε ευκαιρία να πάρει μια νέα σύζυγο που θα του ήταν πιο χρήσιμη για την πολιτική του καριέρα. Επιπλέον, βοήθησε τον Κλαύδιο να εκλεγεί δήμαρχος και έτσι τον είχε του χεριού του, μια που του χρωστούσε τη ζωή του. Έτσι λοιπόν, ο Καίσαρας αυτοονομάστηκε ανθύπατος της Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας για πέντε χρόνια. Και επειδή ο νόμος απαγόρευε τη στάθμευση στρατευμάτων κάτω από τα Απέννινα, όποιος είχε την διοίκηση της στρατιάς πέρα από τα Απέννινα ήταν ουσιαστικά ο κύριος της χερσονήσου. Αυτό επιζητούσε.

Ήξερε πως η σύγκλητος θα τον εμπόδιζε και την έφερε προ τετελεσμένων γεγονότων: κατέγραφε όλες τις συζητήσεις μέσα στη Σύγκλητο και τις αναρτούσε στους τοίχους για να ενημερώνονται οι πολίτες και με αυτό τον τρόπο να ελέγχεται το συμβούλιο από την κοινή γνώμη. Αυτό το είδος εφημερίδας ονομάστηκε Acta diurna και ήταν ένα χτύπημα στη Σύγκλητο από το οποίο δεν συνήλθε ποτέ. Με τον Γαβίνιο και τον Πιζόνη να του καλύπτουν τα νώτα, με τον τυχοδιώκτη Κλαύδιο επικεφαλής του λαού, με την φιλία των ισχυρών Πομπηίου και Κράσσου και με τη σύγκλητο να δίνει λογαριασμό για τις πράξεις της στον λαό, απομακρύνθηκε από τη Ρώμη για να κυνηγήσει εκείνο που του έλειπε: τη στρατιωτική δόξα και έναν πιστό στρατό.

Το 58 π.Χ. έφτασε στη Νότια Γαλατία, το μόνο μέρος που γνώριζαν κάπως οι Ρωμαίοι. Βορειότερα αγνοούσαν τι υπάρχει. Οι Γαλάτες δεν είχαν συγκροτημένο κράτος παρά ήταν φυλές Κελτικής καταγωγής που πολεμούσαν συνεχώς μεταξύ τους. Ο στόχος του Καίσαρα, μετά από σοφή παρατήρησή του, ήταν να τις κρατήσει διαιρεμένες. Συμπαθούσε τους Γαλάτες επειδή ο πρώτος του δάσκαλος ήταν ένας απ’ αυτούς και δεύτερον διότι οι Κέλτες του Πεδεμοντίου και της Λομβαρδίας, που ήταν υποταγμένοι στην Ρώμη, είχαν αποδείξει πως ήταν σκληροί στρατιώτες και τέτοιους ήθελε.


Με μόλις τριάντα χιλιάδες στρατιώτες και χωρίς εντολή της Συγκλήτου με δυο κεραυνοβόλες εκστρατείες νίκησε τετρακόσιες χιλιάδες Ελβετούς και εκατόν πενήντα χιλιάδες Γερμανούς, οι οποίοι είχαν εισβάλει στην Γαλατία. Έσωσε την Γαλατία από τα Γερμανικά φύλα και ζήτησε απ’ αυτούς να ενωθούν κάτω από τις διαταγές του για να αποφύγουν άλλες εισβολές.

Οι Γαλατικές φυλές δεν συμφώνησαν μεταξύ τους και εξεγέρθηκαν. Ο Καίσαρας υπέταξε όλες τις φυλές και ανήγγειλε στη Ρώμη πως είχε υποτάξει την Γαλατία. Τα πλήθη πανηγύριζαν και η Σύγκλητος έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Στο μεταξύ ο Κλαύδιος με την εξουσία που είχε, έφτιαξε ένα μικρό στρατό και τρομοκρατούσε τους πάντες, καταδιώκοντας και τον μεγάλο ρήτορα Κικέρωνα. Ο τελευταίος ζήτησε την βοήθεια του Πομπήιου και την πήρε. Ο Κικέρωνας, που είχε τεράστια επιρροή στη Ρώμη έγινε ο δικηγόρος της τριανδρίας.

Έτσι δόθηκαν νέες πιστώσεις για στρατεύματα στον Καίσαρα, και στον Πομπήιο, σχεδόν, απόλυτες εξουσίες. Αλλά το 56 π.Χ ο Κικέρων, ο οποίος οσμίστηκε αλλαγή κλίματος και τα έκανε κάτι τέτοια, υποστήριξε στις υπατικές εκλογές τους συντηρητικούς. Η τριανδρία συνεδρίασε και αποφάσισαν να θέσουν ο Πομπήιος και ο Κράσσος υποψηφιότητα για το αξίωμα του υπάτου και οι οποίοι θα ξαναδιόριζαν τον Καίσαρα για άλλα πέντε χρόνια κυβερνήτη της Γαλατίας. Μετά το τέλος της θητείας τους, ο Κράσσος θα έπαιρνε την Συρία, ο Πομπήιος την Ισπανία και έτσι και οι τρεις θα ήταν κύριοι όλου του ρωμαϊκού στρατού. Πράγμα το οποίο και έγινε.

Ο Καίσαρας γύρισε στην Γαλατία και απέτρεψε νέα Γερμανική εισβολή και για πρώτη φορά οδήγησε τον στρατό σε Αγγλικό έδαφος. Νίκησε κάποιες φυλές και επέστρεψε στην Λομβαρδία. Εκεί έμαθε τα άσχημα μαντάτα: η Γαλατία είχε ξεσηκωθεί και για πρώτη φορά όλες οι φυλές είχαν ενωθεί κάτω από τις διαταγές ενός ικανού αρχηγού, του Βερκιγκετόριξ. Με τη γνωστή του τόλμη, ο Καίσαρας με λίγους άνδρες πέρασε τις Άλπεις και ανέβαινε την Γαλατία, μια χώρα που τώρα ήταν εχθρική.

Στην αρχή έκανε κάποιες νίκες, αλλά στην Ζεργκόβια αναγκάστηκε να αποσυρθεί. Προς στιγμή νόμιζε πως ήταν χαμένος: όλη η χώρα ήταν εχθρική και ήταν αριθμητικά ένας εναντίον δέκα. Παίζοντάς τα όλα για όλα προχώρησε προς την Αλεσία, όπου ήταν συγκεντρωμένες οι δυνάμεις του Βερκιγκετόριξ, και την πολιόρκησε. Νέες Γαλατικές δυνάμεις ήρθαν να βοηθήσουν τον αρχηγό τους και ο Καίσαρας βρέθηκε με τις τέσσερις λεγεώνες (περίπου τριάντα χιλιάδες) ανάμεσα σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες Γαλάτες.

Ο Καίσαρας παρέταξε τους στρατιώτες του σε δυο οχυρωμένες γραμμές: μια προς την πολιορκημένη πόλη και μια προς το μέρος των Γαλατικών δυνάμεων που έρχονταν για ενίσχυση. Μετά από μια εβδομάδα οι Ρωμαίοι λιμοκτονούσαν αλλά άντεχαν, αλλά και οι Γαλάτες ήταν σε κατάσταση σύγχυσης, φιλονικιών και άρχισαν να υποχωρούν. Ο ίδιος ο Καίσαρας στο Commentarii de Bello Gallico έγραψε πως, αν οι Γαλάτες είχαν αντέξει μια μέρα ακόμα, θα είχαν νικήσει.


Ο Βερκιγκετόριξ βγήκε από την πόλη και ζήτησε έλεος. Ο Καίσαρας σεβάστηκε την πόλη, αλλά όχι τους αντάρτες που τους έκανε ιδιοκτησία των λεγεωνάριων και πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Ο Βερκιγκετόριξ οδηγήθηκε στη Ρώμη και θυσιάστηκε στους θεούς κατά τον θρίαμβο που τελέστηκε ένα χρόνο αργότερα!

Μέσα σε ένα χρόνο ο Καίσαρας υπέταξε όλα τα κατάλοιπα της εξέγερσης με αυστηρότητα που δεν συνήθιζε στον ηττημένο αντίπαλο. Μόλις εξομαλύνθηκε η κατάσταση ξαναγύρισε στις μεθόδους τις επιεικείας και της κατανόησης. Συνδυάζοντας πυγμή και χάδι, έκανε τους Γαλάτες έναν λαό αφοσιωμένο στη Ρώμη, που φάνηκε στον εμφύλιο που επακολούθησε, όταν δεν έκαναν την παραμικρή προσπάθεια να εξεγερθούν εναντίον εκείνου που τους είχε υποτάξει.

Έπειτα από την κατάκτηση της Γαλατίας από τον Ιούλιο Καίσαρα, η Ρώμη απέκτησε μια επαρχία για εκμετάλλευση δυο φορές μεγαλύτερη από την Ιταλία που έμελλε να διαδώσει τον πολιτισμό και την γλώσσα της σε όλη την Ευρώπη. Όμως, εκείνη τη στιγμή, δεν μπορούσε να ασχοληθεί με κάτι άλλο παρά μόνο με τις διχόνοιές της.

Ο Κράσσος, μέσα στη μανία του για στρατιωτική δόξα, έφυγε για τη Συρία, όπου κίνησε πόλεμο εναντίον των Πάρθων, αλλά κατά την διάρκεια διαπραγματεύσεων δολοφονήθηκε. Αντιθέτως, ο Πομπήιος με τον στρατό που έπρεπε να βρίσκεται στην Ισπανία, παρέμεινε στην Ιταλία. Ο σύνδεσμός του με τον Καίσαρα, μέσω του γάμου με την Ιουλία είχε χαθεί, μετά τον θάνατό της. Ο Καίσαρας του πρότεινε να παντρευτεί την Οκταβία, την εγγονή του ή να χωρίσει και να παντρευτεί ο ίδιος την κόρη του Πομπηίου, αλλά απέρριψε και αυτή την πρόταση. Ο Πομπήιος είχε έρθει σε συμφωνία με τους συντηρητικούς και είχε γίνει αρχηγός τους.

Η θητεία του Καίσαρα έληγε το 49 π.Χ. και προέκτεινε τη δική του μέχρι το 46 π.Χ. Έτσι, θα ήταν ο μόνος που θα διέθετε στρατό. Ύστερα από επεισόδια στη Ρώμη, που προκάλεσε ο Κλαύδιος, ζητήθηκε από τον στρατό του Πομπήιου να επιβάλλει την τάξη και του δόθηκαν εξουσίες δικτάτορα. Κατόπιν επανέφερε νόμο που απαιτούσε την παρουσία στην πόλη των υποψηφίων υπάτων. Ο Καίσαρας δεν προλάβαινε να επιστρέψει! Αυτά συμβαίνουν το 49 π.Χ. Οι δήμαρχοι πρόβαλλαν βέτο, αλλά αυτό είχε προϋπόθεση την ύπαρξη δημοκρατικής νομιμότητας που δεν υπήρχε πια.

Ο Κάτωνας πρότεινε να δικαστεί ο Καίσαρας και να εκδιωχτεί. Ήταν η ευγνωμοσύνη για τον κατακτητή της Γαλατίας.Ο Καίσαρας δεν επιθυμούσε διαμάχη μεταξύ Ρωμαίων και αποδέχτηκε τις προτάσεις της Συγκλήτου και του Πομπήιου: έστειλε μια λεγεώνα του στην Ανατολή για να εκδικηθεί τον θάνατο του Κράσσου και να επιστρέψει μια που είχε δανειστεί από τον Πομπήιο. Η Σύγκλητος όμως του έθεσε και ένα δεύτερο δίλλημα: ή να διαλύσει τον στρατό του ή να θεωρηθεί εχθρός του λαού. Αν αποφάσιζε το πρώτο ήταν σα να παρέδιδε το κεφάλι του στους εχθρούς του.


Τότε έστειλε τους αξιωματικούς του Κουρίωνα και Αντώνιο να θέσουν στη Σύγκλητο την πρότασή του: να παραδώσει οχτώ από τις δέκα λεγεώνες, αλλά να μείνει άλλο ένα χρόνο, έως και το 48 π.Χ., κυβερνήτης της Γαλατίας. Η σύγκλητος όμως έδιωξε τους απεσταλμένους και ενέκρινε να δοθούν έκτακτες εξουσίες στον Πομπήιο για να εμποδίσει «βλάβη δημοσίου συμφέροντος», που απλώς σήμαινε στρατιωτικό νόμο. Ο Καίσαρας βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο.

Συγκέντρωσε την περίφημη δέκατη τρίτη λεγεώνα του, που αργότερα έγινε θρύλος, και τους μίλησε. Τους εξήγησε πώς είχε η κατάσταση και, αν είχαν τα κότσια, να αντιμετωπίσουν τη Ρώμη, κινδυνεύοντας να χαρακτηριστούν προδότες σε περίπτωση ήττας. Όλοι απάντησαν ναι. Οι περισσότεροι ήταν Γαλάτες του Πεδεμοντίου και της Λομβαρδίας, σκληροτράχηλοι έμπειροι βετεράνοι του πολέμου, που τους είχε κάνει Ρωμαίους πολίτες, αν και η Σύγκλητος δεν το αποδεχόταν, και πολεμούσαν μαζί του δέκα χρόνια.

Ο Καίσαρας τους αποκαλούσε συντρόφους και εκείνοι τον έβλεπαν όχι ως στρατηγό τους, αλλά σαν την ίδια τους την πατρίδα. Κι όταν τους πληροφόρησε ότι δεν είχε καν χρήματα να τους πληρώσει τους μισθούς τους, εκείνοι έθεσαν όλες τις οικονομίες τους στη διάθεσή του. Μόνο ένας λιποτάκτησε προς τον Πομπήιο: ο Τίτος Λαβιηνός. Ο Καίσαρας του έστειλε τα πράγματά του και τον μισθό του, καθώς τα είχε ξεχάσει όταν αποχωρούσε. Στις 10 Δεκεμβρίου του 49 π.Χ. «ο κύβος ερρίφθη», όπως είπε ο ίδιος ο Καίσαρας.

 Διάβηκε τον ποταμό Ρουβικώνα, που έγινε διάσημος από αυτά τα γεγονότα, και πέρασε από την Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία (σημερινή βόρεια Ιταλία) στην κυρίως Ιταλία, μόνο με την πιστή λεγεώνα του, δηλαδή έξι χιλιάδες άντρες, εναντίον των εξήντα χιλιάδων του Πομπήιου. Στο δρόμο συνάντησε την δωδέκατη και την όγδοη λεγεώνα που ενώθηκαν μαζί του και με εθελοντές σχημάτισε άλλες τρεις λεγεώνες, αφού, απ’ όπου περνούσε, ο λαός δεν είχε ξεχάσει τον Μάριο, τον ήρωα της Δημοκρατίας, και έβλεπε στο πρόσωπο του Καίσαρα τον ανιψιό και διάδοχό του.

«Οι πύλες των πόλεων άνοιγαν σα να ήταν Θεός», έγραψε ο Κικέρωνας, και ο Καίσαρας τους αντάμειβε με μεγαλοψυχία: όχι λεηλασίες, όχι αιχμάλωτοι, όχι εκκαθαρίσεις. Στην αναίμακτη πορεία προς την Ρώμη, ο Καίσαρας εξακολουθούσε να αναζητά έναν συμβιβασμό. Έγραψε στον Λέντουλο και στον Κικέρωνα να μεταφέρουν στον Πομπήιο πως ήταν διατεθειμένος να ιδιωτεύσει, αν εγγυόταν την προσωπική του ασφάλεια. Χωρίς όμως να περιμένει απάντηση προχωρούσε εναντίον του Πομπήιου.

Οι συντηρητικοί απέρριψαν τις προτάσεις, μάζεψαν τα υπάρχοντά τους και ακολουθούσαν τον Πομπήιο. Αυτός δεν είχε σταθερό χαρακτήρα ούτε όταν ήταν νέος, πόσο μάλλον τώρα που είχε μεγαλώσει και βαρύνει. Φοβισμένος δίχως να παίρνει κάποια απόφαση, οπισθοχώρησε προς το Βρινδήσιο και επιβίβασε τον στρατό σε πλοία για να περάσει στο Δυρράχιο, αν και είχε δυνάμεις διπλάσιες από του Καίσαρα. Έλεγε πως ήθελε να εξασκήσει τον στρατό του πριν τη μεγάλη μάχη.


Ο Καίσαρας μπήκε στη Ρώμη στις 16 Μαρτίου του 48 π.Χ. αφήνοντας τον στρατό έξω από την πόλη. Ζήτησε τον τίτλο του δικτάτορα, αλλά η Σύγκλητος αρνήθηκε. Ζήτησε να σταλούν προτάσεις ειρήνης στον Πομπήιο και πήρε πάλι άρνηση. Ζήτησε να του διατεθεί το κρατικό θησαυροφυλάκιο και ο δήμαρχος Λούκιος Μέτελλος έθεσε βέτο. Ο Καίσαρας τότε είπε: «Όσο δύσκολο μου είναι να απειλώ με λόγια, τόσο εύκολα μπορώ να πραγματοποιήσω τις απειλές μου». Και έθεσε το κρατικό θησαυροφυλάκιο στη διάθεσή του.

Οι συντηρητικοί ετοίμασαν τρεις στρατιές: μια του Πομπήιου στην Αλβανία, μια δεύτερη του Κάτωνα (του νεότερου) στην Σικελία και μια τρίτη στην Ισπανία. Ο στόχος όλων ήταν να κόψουν τον ανεφοδιασμό του στρατού του Καίσαρα. Δυο λεγεώνες που έστειλε με τον Κουρίωνα να αντιμετωπίσουν τον Κάτωνα ηττήθηκαν. Αυτοπροσώπως ο Καίσαρας κινήθηκε για την Ισπανία, αλλά βρήκε δυσκολίες. Ενώ ήταν πολιορκημένος, κατάφερε να εκτρέψει την κοίτη ενός ποταμού και βρέθηκε πολιορκητής. 

Ο εχθρός συνθηκολόγησε και η Ρώμη πήρε την Ισπανία υπό τον έλεγχό της. Με αυτό ο Καίσαρας εξασφάλισε τον ανεφοδιασμό σε στάρι και γλίτωσε την Ρώμη από το φάσμα της πείνας. Ο λαός ζητωκραύγαζε και η Σύγκλητος του έδωσε τον τίτλο του δικτάτορα. Ο Καίσαρας αρνήθηκε. Του έφτανε ο τίτλος του υπάτου που του έδωσαν οι ψήφοι των εκλογέων.

Έβαλε τάξη στις υποθέσεις του κράτους χωρίς δίκες, ούτε διωγμούς, ούτε διώξεις. Με είκοσι χιλιάδες στρατιώτες, ακολούθησε στην Αλβανία τον Πομπήιο, περνώντας την Αδριατική μέσα στον χειμώνα. Οι κωπηλάτες είχαν πανικοβληθεί από την θύελλα και ο Καίσαρας τους φώναζε: «Μη φοβάστε, μεταφέρετε τον Καίσαρα και το άστρο του». Ο κυκλώνας τους πέταξε στα βράχια και ήταν τυχεροί που ο Πομπήιος δεν πήρε την πρωτοβουλία να τους εξοντώσει. 

Ο Καίσαρας με τη βοήθεια του αξιωματικού Μάρκου Αντώνιου, που ήρθε για βοήθεια, επιτέθηκε, αλλά ο Πομπήιος αντιστάθηκε και έπιασε πολλούς αιχμαλώτους. Οι στρατιώτες του Καίσαρα ζήτησαν από τον ίδιο να τους τιμωρήσει, γιατί δεν είχαν πολεμήσει καλά, αλλά αυτός αρνήθηκε και τους οδήγησε στην Θεσσαλία για να ξεκουραστούν και να ανεφοδιαστούν.

Στο στρατόπεδο του Πομπήιου θεωρούσαν τον Καίσαρα σχεδόν ηττημένο και αποφάσισαν να τον προλάβουν να του δώσουν το τελειωτικό χτύπημα. Τον βρήκαν στα Φάρσαλα. Ήταν πενήντα χιλιάδες πεζικάριοι και εφτά χιλιάδες ιππείς. Ο Καίσαρας είχε είκοσι χιλιάδες πεζικάριους και χίλιους ιππείς. Την παραμονή της μάχης, στο στρατόπεδο του Πομπήιου άρχισαν τα τραπεζώματα και τις κρασοκατανύξεις για τη βέβαιη νίκη τους. Ο Καίσαρας μοιράστηκε το λιτό συσσίτιο με τους στρατιώτες του.


Στην μνημειώδη μάχη των Φαρσάλων, ο Καίσαρ κατατρόπωσε τους αντιπάλους του. Έχασε μόνο διακόσιους άνδρες, σκότωσε δεκαπέντε χιλιάδες και αιχμαλώτισε είκοσι χιλιάδες, στους οποίους χάρισε τη ζωή και γιόρτασε τη νίκη του μέσα στην πολυτελή σκηνή του Πομπήιου, τρώγοντας τα φαγητά που είχαν ετοιμάσει οι μάγειροί του για την σίγουρη επικράτηση, όπως υπέθεταν. 

Ο Πομπήιος χαμένος κάλπαζε για τη Λάρισα με μια συνοδεία άχρηστων αριστοκρατών και ανάμεσα τους βρισκόταν κάποιος Βρούτος, του οποίου το πτώμα έψαχνε ο Καίσαρας στο πεδίο της μάχης και είχε ανακουφιστεί, όταν δεν το είχε βρει. Ο Βρούτος ήταν γιος μιας παλιάς του ερωμένης και ίσως ήταν και δικός του γιος. Έστειλε από την Λάρισα γράμμα στον Καίσαρα που ζητούσε την συγχώρεσή του, καθώς και του κουνιάδου του Κάσσιου που ήταν αιχμάλωτος. Ο Καίσαρας τους συγχώρεσε και τους έδωσε αμνηστία.

Στο μεταξύ, ο Πομπήιος κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια στην αυλή του σαχλού και εκφυλισμένου έφηβου Πτολεμαίου ΙΒ΄, υποτελή της Ρώμης. Ο ευνούχος πρωθυπουργός του, Ποτίνος, για να εξασφαλίσει την ευγνωμοσύνη του Καίσαρα, δολοφόνησε με μια μαχαιριά στην πλάτη τον Πομπήιο. Το κεφάλι του στάλθηκε στον Καίσαρα, που έστρεψε το βλέμμα του με φρίκη. Γιατί είχε σκοπό να δώσει χάρη στον Πομπήιο, αν τον έπιανε ζωντανό.

Ο πατέρας του Πτολεμαίου ΙΒ΄ είχε αφήσει διαθήκη στον γιο του να μοιραστεί τον θρόνο με την αδελφή του Κλεοπάτρα, αφού την παντρευτεί. Αλλά ο Ποτίνος την είχε σε περιορισμό. Ο Καίσαρας την κάλεσε μυστικά, όταν έφτασε στην Αίγυπτο, να τον συναντήσει. Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη, αλλά ήταν αισθησιακή, ξανθιά (και όχι μελαχρινή, όπως έχει καθιερωθεί στις συνειδήσεις μας), με φιδίσιο κορμί και με μια φωνή μελωδική που δεν πρόδιδε τον άπληστο και υπολογιστικό χαρακτήρα της. 

Ήταν τόσο διανοούμενη, όσο χρειαζόταν να διατηρεί μια συζήτηση, ειδική στα δηλητήρια και χωρίς ίχνος αιδούς. Ήταν ακριβώς ό,τι ήθελε ο Καίσαρας: μια γυναίκα χωρίς προκαταλήψεις και αναστολές, για έναν άντρα που πολεμούσε μήνες στα χαρακώματα. Την επόμενη, φρόντισε να μονιάσουν τα αδέλφια και παραμέρισε τον Ποτίνο, δίνοντας ουσιαστικά την εξουσία στην Κλεοπάτρα. Η πόλη όμως ξεσηκώθηκε και ο Καίσαρας ζήτησε ενισχύσεις από την Μικρά Ασία. Έκαψε τον στόλο, – για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού – αλλά η φωτιά επεκτάθηκε και έκαψε μέρος της περίφημης βιβλιοθήκης.

 Ο Καίσαρας κολυμπώντας έφτασε στο νησί του Φάρου, απέναντι από το λιμάνι, και περίμενε τις ενισχύσεις. Ο Πτολεμαίος πήγε με τους αντάρτες, αλλά μάλλον δολοφονήθηκε. Η Κλεοπάτρα έμεινε στο πλευρό του Καίσαρα και, όταν ήρθαν οι ενισχύσεις, αποκαταστάθηκε στον θρόνο. Ο Καίσαρας έμεινε εννέα μήνες μαζί της, όσο χρειάστηκε για να γεννηθεί ο γιος τους, ο Καισαρίων. Οι Ρωμαίοι είχαν ανησυχήσει γιατί υπήρχε η φήμη ότι ο Καίσαρ ήταν πολύ ερωτευμένος με την Κλεοπάτρα και σκεφτόταν να μείνει μαζί της στην Αίγυπτο ως βασιλιάς. Ο Καίσαρας όμως κινήθηκε και μπήκε στη Μικρά Ασία, νίκησε τον Φαρνάζη, τον γιο του Μιθριδάτη, όπου είπε «ήλθα, είδα, νίκησα».


Ύστερα επιβιβάστηκε για τον Τάραντα και, όταν έφτασε εκεί, όλοι οι συντηρητικοί παρουσιάστηκαν μετανιωμένοι για να συγχωρεθούν. Ο Καίσαρας τους έτεινε το χέρι του και όλοι ησύχασαν. Ήταν τόσο ευτυχισμένοι, ώστε δεν έδωσαν σημασία στη βυθισμένη στην αναρχία Ρώμη και στη γυναίκα που συνόδευε τον Καίσαρα, με περίεργο βάψιμο και ντύσιμο και ένα μωρό στο καροτσάκι. Παρουσιάστηκε, μαζί με την ερωμένη του Κλεοπάτρα, στην σύζυγό του Καλπουρνία, η οποία ήταν συνηθισμένη στις απιστίες του.

 Η Καλπουρνία ήταν η πρώτη που επισήμανε ότι η Κλεοπάτρα είχε κάπως μεγάλη μύτη. Και μάλλον αυτό της έδωσε κάποια ευχαρίστηση. Όταν ο Καίσαρας επέστρεψε στη Ρώμη από την Αίγυπτο, η κατάσταση ήταν δύσκολη. Το σιτάρι δεν ερχόταν από την Ισπανία, όπου ο γιος του Πομπήιου είχε συγκεντρώσει άλλο στρατό, ούτε από τη Αφρική, όπου βρίσκονταν ο Κάτωνας και ο Λαβιηνός. Λόγω εσωτερικών ταραχών ο Μάρκος Αντώνιος, που αντιπροσώπευε τον Καίσαρα, εξαπέλυσε τις δυνάμεις του και έσφαξε χίλιους Ρωμαίους.

Οι ταραξίες Κέλιος και Μίλωνας έφυγαν για την επαρχία για να οργανώσουν εξεγέρσεις, καθώς διάφορες λεγεώνες είχαν εξεγερθεί. Ο Καίσαρας που ήταν συνηθισμένος να μάχεται τους συντηρητικούς, δεν επιθυμούσε να έχει εχθρούς από την προοδευτική πλευρά και επίσης δεν ήθελε να έχει το τέλος του Μάριου, που είχε υποχρεωθεί να εξοντώσει δικούς του για να διατηρήσει την τάξη. Ξεκίνησε από τους στρατιώτες, γιατί όπως είπε, «αυτοί εξαρτώνται από το χρήμα, που εξαρτάται από τη δύναμη, που εξαρτάται από αυτούς».

Παρουσιάστηκε άοπλος μπροστά τους, με τη συνηθισμένη ηρεμία του, αναγνώρισε ως νόμιμες τις διεκδικήσεις τους και θα τους ικανοποιούσε μόλις επέστρεφε από την Αφρική, όπου θα πήγαινε με «άλλους» στρατιώτες. Οι βετεράνοι ξεχείλισαν από ντροπή και μεταμέλεια, φώναξαν πως αυτοί είναι οι στρατιώτες του Καίσαρα και θα τον ακολουθούσαν παντού. Ο Καίσαρας έκανε λίγο τον δύσκολο, αλλά τελικά συναίνεσε, διότι πολύ απλά δεν είχε άλλους στρατιώτες. Τον Απρίλη του 46 π.Χ. αποβιβάστηκε στην Αφρική, όπου οι εχθροί του είχαν ογδόντα χιλιάδες στρατιώτες.

Για άλλη μια φορά ήταν ένας εναντίον τριών και έχασε πάλι την πρώτη μάχη. Όμως ύστερα κέρδισε την αποφασιστική μάχη και οι στρατιώτες του δεν υπάκουσαν στις εντολές του για επιείκεια και έσφαξαν τους αιχμαλώτους. Ο Ιούβας, βασιλιάς της Νουμιδίας, σκοτώθηκε στη μάχη, ο Μέτελλος Σκιπίωνας αποκεφαλίστηκε. Ο Κάτωνας κλείστηκε στην Ούτικα με ένα μικρό απόσπασμα, συμβούλεψε τον γιο του να υποταχθεί στον Καίσαρα, μοίρασε τα χρήματά του σε όσους ήθελαν να δραπετεύσουν και, αφού κουβέντιασε σε γεύμα για τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη, κλείστηκε στο δωμάτιό του και έχωσε το μαχαίρι στην κοιλιά του.

 Τον βρήκαν νεκρό πάνω στις σελίδες του «Φαίδωνα». Ο Καίσαρας λυπημένος είπε ,«δεν μπορώ να του συγχωρέσω το ότι μου στέρησε τη δυνατότητα να τον συγχωρέσω». Στη συνέχεια ο Καίσαρας διέλυσε στην Μούνδα της Ισπανίας τον τελευταίο στρατό των οπαδών του Πομπηίου και κύριος πλέον των πάντων μπόρεσε να επικεντρωθεί στην εσωτερική ανασυγκρότηση του κράτους. Η σύγκλητος του είχε δώσει στην αρχή για δέκα χρόνια τον τίτλο του δικτάτορα και έπειτα εφ’ όρου ζωής. Ζήτησε μέχρι και την βοήθεια των αριστοκρατών για να διοικήσει το τεράστιο κράτος, αλλά αυτοί αρνήθηκαν.


Με έμπιστους αλλά άπειρους φίλους, όπως ο Βάλβος, ο Μάρκος Αντώνιος, ο Δολαβέλλας και ο Όπιος σχημάτισε ένα είδος υπουργείου, ενώ την σύγκλητο την έκανε καθαρά συμβουλευτικό σώμα, αυξάνοντας τα μέλη της από εξακόσια σε εννιακόσια, που πολλοί προέρχονταν από την επαρχία και από παλιούς Κέλτες αξιωματικούς, πολλοί από τους οποίους ήταν γιοι σκλάβων.Προχώρησε σε αυτό το τέχνασμα, διότι οι Ρωμαίοι της Ρώμης είχαν γίνει εκφυλισμένοι και μαλθακοί και ήταν πεπεισμένος πως θα λιποταχτούσαν μπροστά στις μάχες.

 Σχεδίαζε με τους επαρχιώτες αγροτικής και μικροαστικής καταγωγής να στελεχώσει την γραφειοκρατία και τον στρατό. Αυτό ήταν μια πραγματική επανάσταση. Κάλεσε σε συνεργασία την πλούσια αστική τάξη, που χρηματοδότησε τις μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα την αγροτική. Με την ίδια ενεργητικότητα, και όπως ήταν ως στρατηγός, έβλεπε τα πάντα, ήξερε τα πάντα και αποφάσιζε για τα πάντα. Δεν ανεχόταν σφάλματα και αδυναμίες. Τα κουτσομπολιά των εχθρών του τον διασκέδαζαν. Τα διηγούταν όλα στην σύζυγό του Καλπουρνία, στην οποία επέστρεψε μετά το διάλειμμα με την Κλεοπάτρα, και γελούσαν.

Φρόντιζε το ντύσιμό του και από τα προνόμια που το έδινε ο τίτλος του δικτάτορα, χρησιμοποιούσε μόνο το δάφνινο στεφάνι του για να κρύβει την φαλάκρα του. Ήταν κομψός και έστελνε δώρα ακόμα και σε αυτούς που τον προσβάλανε. Ακόμα και την αλληλογραφία των αντιπάλων του στον εμφύλιο την έκαψε δίχως να την διαβάσει. Τον Βρούτο και τον Κάσσιο τους έκανε διοικητές επαρχιών. Ίσως μέσα στην μεγαλοθυμία του να υπήρχε περιφρόνηση και ίσως αυτή να ήταν η αιτία της αδιαφορίας του για τους κινδύνους που τον απειλούσαν.

Ονειρευόταν να εκδικηθεί τους Πάρθους για τον θάνατο του Κράσσσου, να επεκτείνει την αυτοκρατορία σε Γερμανία και Σκυθία και να ανασχηματίσει την ιταλική κοινωνία με μια ισχυρή μεσαία και αγροτική τάξη αφοσιωμένης στα αρχαία ήθη. Ο Καίσαρ όμως δεν είχε αντιληφτεί την συνωμοσία που συνυφαινόταν ο Κάσσιος που είχε μυήσει και τον Βρούτο, τον οποίον ο Καίσαρας εξακολουθούσε να αγαπάει σαν γιο του, ίσως επειδή ήξερε ότι ήταν γιος του. Η συνωμοσία εμπνεόταν από «ευγενή» ιδανικά: ήθελαν το θάνατο του Καίσαρα που προσέβλεπε στο στέμμα του βασιλιά για να το μοιραστεί με την Κλεοπάτρα και να το κληροδοτήσει στον γιο του Καισαρίων, αφού θα μετέφερε την πρωτεύουσα στην Αίγυπτο.

Ο Καίσαρας βεβαίως είχε στήσει δικό του άγαλμα μπροστά από αυτά των αρχαίων βασιλιάδων και είχε κόψει νομίσματα με την προτομή του. Η εξουσία είχε ταράξει το ήδη ταραγμένο μυαλό του από την επιληψία, έλεγαν οι συνωμότες. Κατά την άποψή τους ήταν καλύτερο, και για εκείνον και τη μνήμη του, να τον βγάλουν από την μέση πριν καταστρέψει την ελευθερία και το μεγαλείο της Ρώμης. Ο Βρούτος ίσως μισούσε τον Καίσαρα, ακριβώς επειδή γνώριζε πως ήταν γιος του, αλλά νόθος και ίσως να μη είχε συγχωρέσει και τη μητέρα του για αυτό. Αυτά όμως είναι υποψίες.

Εξάλλου ο Βρούτος ήταν μυστικοπαθής και σιωπηλός. Μια πηγή αμφιβόλου αξιοπιστίας αναφέρει πως ο Βρούτος σε ένα γράμμα έγραψε, «οι πρόγονοί μας μας δίδαξαν πως δεν πρέπει να υπομένουμε κανέναν τύραννο, ακόμα και αν είναι ο πατέρας μας». Ήταν ένα καλλιεργημένος άνθρωπος που ήξερε Ελληνικά και φιλοσοφία. Είχε κυβερνήσει δίκαια την Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία, που του είχε αναθέσει ο Καίσαρας. Παντρεύτηκε την ξαδέλφη του Πορκία, την κόρη του θείου του Κάτωνα, που ίσως τον προδιέθετε αρνητικά απέναντι στον δικτάτορα.


Στις αρχές του Μάρτη του 44 π.Χ. ο Κάσσιος έπεισε τον Βρούτο και του είπε πως στις 15 του ιδίου μήνα, την μέρα που ονομαζόταν Ειδοί του Μαρτίου, ο Καίσαρας θα ετοίμαζε το μεγάλο χτύπημα. Θα πρότεινε, μέσω του υπολοχαγού του Λούκιου Κόττα, να τον ανακηρύξουν βασιλιά γιατί η Σίβυλλα είχε προφητέψει πως μόνο ένας βασιλιάς θα νικούσε τους Πάρθους, εναντίον των οποίων ο Καίσαρας ετοίμαζε εκστρατεία. Στην σύγκλητο δεν έλπιζαν, διότι ελεγχόταν πια από τον Καίσαρα, επομένως η μόνη λύση ήταν το μαχαίρι!

Ο Καίσαρας εκείνο το βράδυ δειπνούσε με φίλους του και είχαν θέμα συζήτησης ποιο είδος θανάτου προτιμούσαν. Ο ίδιος αποφάνθηκε ενός βίαιου και γρήγορου. Το πρωί η Καλπουρνία του είπε πως τον ονειρεύτηκε σκεπασμένο με αίματα και τον παρακάλεσε να μην πάει στη Σύγκλητο. Ένας φίλος του που ήταν με τους συνωμότες ήλθε να τον καλέσει και ο Καίσαρας τον ακολούθησε. Ένας άλλος που ερχόταν να τον ενημερώσει για την συνωμοσία δεν τον πρόλαβε. Στο δρόμο ένας χειρομάντης του φώναξε να προσέχει τις Ειδούς του Μαρτίου. «Σήμερα είναι», απάντησε ο Καίσαρας. «Αλλά δεν πέρασαν ακόμα», του φώναξε ο άλλος.

Τη στιγμή που έμπαινε στην αίθουσα κάποιος του έβαλε έναν τυλιγμένο πάπυρο στο χέρι. Ο Καίσαρας δεν τον άνοιξε, γιατί νόμιζε πως ήταν κάποια από τις συνηθισμένες αιτήσεις. Τον κρατούσε στο χέρι όταν πέθανε: ήταν μια λεπτομερειακή καταγγελία της συνωμοσίας. Μόλις μπήκε στην αίθουσα οι συνωμότες έπεσαν με τα μαχαίρια πάνω του. Ο μόνος που μπορούσε να τον υπερασπιστεί ήταν ο Μάρκος Αντώνιος που είχε καθυστερήσει μιλώντας με κάποιον στον προθάλαμο.

Ο Καίσαρας προσπάθησε να προφυλαχτεί με το μπράτσο του, αλλά παραιτήθηκε, όταν είδε τον Βρούτο ανάμεσά τους. Ίσως τότε να είπε, «Κι εσύ τέκνον Βρούτε;» όπως διηγήθηκε ο Σουετώνιος. Έπεσε χτυπημένος στα πόδια του αγάλματος του Πομπηίου, που ο ίδιος είχε χτίσει και που συνήθιζε να χαιρετάει με μια κίνηση της κεφαλής του, όταν περνούσε από μπροστά του!

Από το χτύπημα έμειναν αβέβαιοι και έκπληκτοι και οι ίδιοι οι συνωμότες. Ο Βρούτος τότε ύψωσε το μαχαίρι και ζητωκραύγασε τον Κικέρωνα, ονομάζοντάς τον «πατέρα της δημοκρατίας» και καλώντας τον να βγάλει λόγο. Ο μεγάλος ρήτορας με τη σκέψη μη θεωρηθεί υπεύθυνος, για πρώτη φορά στη ζωή του σιώπησε. Ο Μάρκος Αντώνιος, που όλοι νόμιζαν πως θα εκδήλωνε την οργή του, δεν είπε λέξη και αποχώρησε. Οι συνωμότες με τη σειρά προσπάθησαν να δικαιολογήσουν την πράξη τους σαν ένα θρίαμβο της ελευθερίας, αλλά όλοι κραύγασαν απειλητικά εναντίον τους.

Έτσι, κλείστηκαν στο Καπιτώλιο μαζί με τους δούλους τους, πολιορκούμενοι από πλήθος πολιτών, και έστειλαν μήνυμα στον Αντώνιο να τους γλυτώσει. Ο Αντώνιος ήρθε την επόμενη μέρα και με έναν επιδέξιο λόγο έπεισε το πλήθος πως θα τιμωρούσε τους ενόχους ζητώντας μόνο να τηρηθεί η τάξη. Ύστερα πήγε στην Καλπουρνία και πήρε την διαθήκη του Καίσαρα. Την παρέδωσε στις Εστιάδες, όπως ήταν το έθιμο, χωρίς να την ανοίξει, σίγουρος ότι θα ήταν ο διάδοχος του Καίσαρα. Έβγαλε λόγο που ήταν μια κυβερνητική διακήρυξη.


Ενέκρινε πρόταση αμνηστίας του Κικέρωνα, με τον όρο η Σύγκλητος να επικύρωνε όλες τις εκκρεμείς αποφάσεις του Καίσαρα. Υποσχέθηκε στον Βρούτο και στον Κάσσιο τη διακυβέρνηση κάποιας επαρχίας και το ίδιο βράδυ δείπνησε μαζί τους. Στις 18 Μαρτίου, εκφώνησε επικήδειο λόγο για τον Καίσαρα, στην μεγαλοπρεπέστερη κηδεία που είχε δει η Ρώμη. Οι στρατιώτες έριξαν τα όπλα τους στη νεκρική πυρά και οι μονομάχοι τις στολές τους. Οι πολίτες έμειναν άγρυπνοι όλοι τη νύχτα γύρω από τον νεκρό.

Την επόμενη ο Αντώνιος πήρε την διαθήκη για να την αναγνώσει δημόσια στους αξιωματούχους του κράτους. Ο Καίσαρας άφηνε την προσωπική του περιουσία, οχτώ εκατομμύρια σεστέρτιους, στους Ρωμαίους πολίτες και τους υπέροχους κήπους του τους χάριζε στην κοινότητα για να γίνουν δημόσιο πάρκο. Όλα τα άλλα μοιράζονταν στους τρεις ανιψιούς του, έναν από τους οποίους, τον Γάιο Οκτάβιο, υιοθετούσε ως γιο του και τον όριζε διάδοχο.

Ο Καίσαρας ευφυής ακόμα και στο τέλος του, έκανε την τέλεια επιλογή στο πρόσωπο του Οκτάβιου, ο οποίος έμελλε να γίνει ο πρώτος αυτοκράτορας της Ρώμης με το όνομα Οκταβιανός Αύγουστος, αφού συνέτριβε τον Μάρκο Αντώνιο το 31 π.Χ στη μνημειώδη ναυμαχία του Ακτίου. Ο Μάρκος Αντώνιος που, σαρανταοκτώ ώρες μετά τη δολοφονία του Καίσαρα, καλούσε σε δείπνο τους δολοφόνους, είχε πληρωθεί για την παράξενη πίστη του.

Ο ΛΑΟΠΡΟΒΛΗΤΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ

Tο 100 π.X. γεννήθηκε στη Ρώμη αυτός που θα καθόριζε με τις πράξεις του τις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων και θα δημιουργούσε το μεγαλύτερο κράτος επί Ευρωπαϊκού εδάφους. O Γάιος Ιούλιος Καίσαρας ήταν γόνος μιας ισχυρής οικογένειας συγκλητικών και έτσι από τα νεανικά του χρόνια είχε γνωρίσει τις πλεκτάνες της Ρωμαϊκής Συγκλήτου.

Σε ηλικία μόλις οκτώ ετών ο Καίσαρας συνόδευσε τον πατέρα του στη Μικρά Aσία, όπου είχε διοριστεί κυβερνήτης. Την επόμενη χρονιά ξέσπασαν στην Ιταλία επαναστατικά κινήματα εναντίον της Ρώμης, για την αντιμετώπιση των οποίων κλήθηκε ξανά στην ενεργό δράση ο εξ αγχιστείας θείος του Καίσαρα, Mάριος (σύζυγος της αδελφής του πατέρα του Καίσαρα). Σύντομα ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος με αντιπάλους τον Mάριο και τον έτερο ισχυρό άνδρα της Ρώμης, Λεύκιο Κορνήλιο Σύλλα. Πιθανότατα ο Καίσαρας βρισκόταν στη Ρώμη όταν τελείωνε ο πρώτος εμφύλιος. 

Όμως μετά το θάνατο του Mάριου και την επικράτηση του Σύλλα, η οικογένεια του Καίσαρα βρέθηκε υπό διωγμό, εξαιτίας των συγγενικών δεσμών της με τον "εχθρό της Δημοκρατίας". O Σύλλας μάλιστα λίγο έλειψε να θανατώσει τον νεαρό Καίσαρα επειδή αυτός αρνήθηκε να διαζευχθεί την Κορνηλία, την αδελφή του κυριότερου υποστηρικτή του Mάριου, Κίννα. Αφαιρώντας απρόθυμα το όνομα του Καίσαρα από τον κατάλογο των προγραμμένων, ο Σύλλας είπε αυτά τα προφητικά λόγια: "Μέσα σ' αυτό το παιδί υπάρχουν πολλοί Mάριοι".


O Καίσαρας υπηρέτησε υπό τον Μάρκο Μινούκιο Θέρμο στα οικεία γι' αυτόν εδάφη της M. Ασίας. Εδώ ο Καίσαρας διακρίθηκε για πρώτη φορά σε μάχη και παρασημοφορήθηκε για τη γενναιότητα που επέδειξε κατά την πολιορκία της Μιλήτου. Μετά το θάνατο του Σύλλα, ξεκίνησε μια λαμπρή σταδιοδρομία ως δικηγόρος. Σε ένα ταξίδι του στη Ρόδο, έπεσε θύμα πειρατείας. Υποσχέθηκε στους πειρατές ότι όταν τον άφηναν ελεύθερο, θα πλήρωναν ακριβά την πράξη τους. Oι πειρατές νόμισαν ότι αστειευόταν, αλλά έκαναν λάθος: ο 25χρονος Καίσαρας εξόπλισε έναν μικρό στόλο, κυνήγησε τους πειρατές και τους σταύρωσε.

Oι στρατιωτικές αρετές του Καίσαρα αλλά και η πολιτική του οξύνοια φάνηκαν όταν, ένα χρόνο αργότερα, ξέσπασε ο δεύτερος Μιθριδατικός πόλεμος. O Καίσαρας εξόπλισε με δικά του έξοδα ένα μικρό μισθοφορικό στράτευμα και ενίσχυσε τις φρουρές των πόλεων που απειλούσε ο βασιλιάς του Πόντου, Μιθριδάτης. Mε την επιστροφή του στη Ρώμη, ο λαός τον υποδέχτηκε ως ήρωα και αυτό τον παρακίνησε να ξεκινήσει τη μακρά καριέρα του στα πολιτικά και στρατιωτικά πράγματα. Tο πρώτο κρατικό αξίωμά του ήταν αυτό του Iερέα (Pontifex).

Ο Ρωμαίος πολιτικός και στρατιωτικός Γάϊος Ιούλιος Καίσαρ καταγόταν από οικογένεια πατρικίων της γενιάς των Ιουλίων, ιδρυτής της οποίας υποτίθεται ότι ήταν ο 'Ιουλος, ο μυθικός γιος του Αινεία και της θεάς Αφροδίτης. Παρά τη θρυλική καταγωγή της η οικογένεια του Καίσαρος δεν ήταν ούτε πλούσια ούτε είχε μεγάλη πολιτική επιρροή. Τις πολιτικές τύχες του Καίσαρος καθόρισε περισσότερο η συγγένειά του με τον στρατηγό και πολιτικό αναμορφωτή Γάϊο Μάριο, σύζυγο της Ιουλίας, αδελφής του πατέρα του.

Το 86 π.X. ξέσπασε στη Ρώμη ο εμφύλιος πόλεμος και η οικογένεια του Καίσαρος βρέθηκε στην πλευρά του Μάριου και των Λαϊκών (Populares). Έτσι, όταν ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας επικράτησε με τους Αριστοκρατικούς (Optimates) και άρχισε τις διώξεις των αντιπάλων του, διέταξε το 82 π.X. τον 18χρονο Καίσαρα να χωρίσει τη σύζυγό του Κορνηλία επειδή ήταν κόρη του Λεύκιου Κορνηλίου Κίννα, του ισχυρότερου υποστηρικτή του Μάριου. Ο Καίσαρ αρνήθηκε να υπακούσει, έφυγε από τη Ρώμη και κατατάχθηκε στον στρατό. Στις πρώτες εκστρατείες όπου έλαβε μέρος, στην Ασία και στην Κιλικία, ο νεαρός Καίσαρ έδειξε αμέσως τα εξαιρετικά στρατιωτικά του προσόντα.

Τα Πρώτα Χρόνια

Ήταν γόνος της Ιουλίας γενιάς, μιας από τις παλαιότερες και αριστοκρατικότερες της Ρώμης, που ανήγε την καταγωγή της στον Ασκάνιο(ή Ιούλο), γιο του Αινεία, γιου της Αφροδίτης. Παρά την προέλευσή της αυτή, η οικογένειά του ανήκε στην φιλολαϊκή παράταξη (populares). Ο Γάιος Μάριος είχε παντρευτεί την αδελφή του πατέρα του Καίσαρα, που ήταν συνεπώς εξάδελφος του Μάριου του Νεώτερου. Ο ίδιος δε ο Καίσαρ σε ηλικία 17 ετών παντρεύτηκε την Κορνηλία, κόρη του Κίννα, που ήταν ο διάδοχος του Μάριου στην ηγεσία των φιλολαϊκών.

Νεαρότατος ονομάστηκε ιερέας του Δία, επί υπατείας Μαρίου και Κίννα (86 π.Χ.) Αλλά το 84 π.Χ., όταν ο ηγέτης της αριστοκρατικής παράταξης (optimates) Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας επιβλήθηκε ως δικτάτορας, απαίτησε από τον Καίσαρα να χωρίσει την Κορνηλία ως ένδειξη αποδοκιμασίας των φιλολαϊκών. Αυτός αρνήθηκε (είχε εν τω μεταξύ αποκτήσει μια κόρη, την Ιουλία) κι ο Σύλλας τον καθήρεσε από το ιερατικό του αξίωμα, δήμευσε την περιουσία του και την προίκα της Κορνηλίας και τον συμπεριέλαβε στις προγραφές του.


Ο Καίσαρ έζησε κρυπτόμενος για ένα διάστημα, ενώ αριστοκράτες συγγενείς του πίεζαν τον Σύλλα να δώσει χάρη «σ’ ένα παιδί». Ο Σύλλας αντιστεκόταν για μεγάλο διάστημα αλλά τελικά ενέδωσε λέγοντας «Ωραία λοιπόν. Αλλά να θυμάστε ότι ο άνθρωπος αυτός θα αποδειχθεί η καταστροφή της αριστοκρατικής παράταξης. Μέσα σ’ αυτόν τον Καίσαρα, υπάρχουν πολλοί Μάριοι». Το στρατιωτικό του στάδιο το άρχισε ο Καίσαρ στην Ασία, στο επιτελείο του στρατηγού Μάρκου Θέρμου. Παρέμεινε για ένα διάστημα με αποστολή στο ανάκτορο του βασιλιά της Βιθυνίας Νικομήδη, και ακούστηκαν έντονες φήμες για ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ των δύο ανδρών.

Το 78 π.Χ. πέθανε ο Σύλλας και ο Καίσαρ επέστρεψε στην Ρώμη προβλέποντας εξελίξεις. Αλλά μια εξέγερση των φιλολαϊκών υπό την ηγεσία του Μάρκου Αιμίλιου Λέπιδου κατεστάλη. Ο Καίσαρ δεν είχε συμμετοχή, ενήγαγε όμως αμέσως μετά τον Κορνήλιο Δολαβέλλα, άνθρωπο του Σύλλα, για καταπίεση των πόλεων της Ελλάδος. Δεν πέτυχε την καταδίκη του αλλά κέρδισε την λαϊκή υποστήριξη για τις πολιτικές του θέσεις και την ρητορική του.

Μέχρι να εκτονωθεί η κατάσταση, ο Καίσαρ έφυγε στην Ρόδο για να παρακολουθήσει τα μαθήματα ρητορικής του Απολλώνιου του Μόλωνα. Τον αιχμαλώτισαν όμως οι πειρατές που λυμαίνονταν τότε το Αιγαίο και ζήτησαν είκοσι τάλαντα για να τον ελευθερώσουν. Τους περιγέλασε, τους είπε ότι δεν ήξερε ποιον είχαν συλλάβει και όρισε σε πενήντα τάλαντα το ποσό των λύτρων του. Επί σαράντα μέρες έμεινε με τους πειρατές, τους φερόταν με περιφρόνηση, διέταζε να κάνουν ησυχία όταν αναπαυόταν, έγραφε ποιήματα, τους απήγγειλε λόγους και τους απειλούσε γελώντας ότι θα τους κρεμάσει όλους. 

Οι πειρατές γελούσαν με την αφέλειά του, αλλά όταν τα λύτρα ήρθαν κι ο Καίσαρ ελευθερώθηκε, εξόπλισε πλοία στην Μίλητο, συνέλαβε τους πειρατές και τους σταύρωσε όπως τους είχε υποσχεθεί. Ύστερα πήγε στην Ρόδο, άκουσε τα μαθήματα του Απολλώνιου, όπως προηγουμένως και ο Κικέρων, και μετά πέρασε στα μικρασιατικά παράλια που λεηλατούνταν από στρατεύματα του Μιθριδάτη, τα απώθησε έχοντας οργανώσει στρατό από ατάκτους και κράτησε τις πόλεις που υπέφεραν στην συμμαχία με την Ρώμη.

Η Αναρρίχηση στην Εξουσία

Το 68 π.Χ. εξελέγη ταμίας (quaestor) και στάλθηκε στην Ισπανία. Στα Γάδειρα (Κάδιξ) είδε στο ιερό του Ηρακλή τον ανδριάντα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αναφώνησε: «Στην ηλικία μου ο Αλέξανδρος ήταν κοσμοκράτορας, ενώ εγώ τίποτα που ν' αξίζει δεν έκανα ακόμη», φράση που παρέμεινε ιστορική και δείχνει εξαιρετικά φιλόδοξο άνθρωπο. Κι όταν περνούσε από ένα φτωχό κι ολιγάνθρωπο χωριό των Άλπεων κ’ οι επιτελείς του αναρωτιόνταν γελώντας αν υπήρχαν κι εκεί φιλοδοξίες κι ανταγωνισμοί των δυνατών, ο Καίσαρ είπε : «Θα ήθελα να είμαι πρώτος σ’ αυτούς παρά δεύτερος στην Ρώμη».

Επέστρεψε στην Ρώμη πριν λήξει η θητεία του και έγινε ύποπτος συμμετοχής σε διάφορες συνωμοσίες. Το 65 π.Χ. εξελέγη αγορανόμος (aediles). Καλλώπισε το Forum (Αγορά), έδωσε θεάματα στον λαό και επανέφερε στο Καπιτώλιο τα τρόπαια του Μάριου, προς μεγάλην δυσαρέσκειαν των αριστοκρατών. Το 63 π.Χ. ψήφισε στην Σύγκλητο -μόνος αυτός-κατά της θανατικής καταδίκης των συνενόχων του Κατιλίνα, στην συνωμοσία του οποίου υπήρχαν υπόνοιες ότι ήταν αναμεμιγμένος και ο ίδιος.


Την ίδια χρονιά εξελέγη μέγας αρχιερεύς (pontifex maximus) και έγινε ο παθητικός ήρωας ενός σκανδάλου : Η γυναίκα του Κορνηλία είχε πεθάνει και ο Καίσαρ ήταν τώρα παντρεμένος με την Πομπηία, εγγονή του Σύλλα, παρά την πολιτική του τοποθέτηση και τα όσα είχαν προηγηθεί με τον Σύλλα εξ αιτίας του πρώτου γάμου του Καίσαρα. Στο σπίτι του μεγάλου αρχιερέα, δηλ. του Καίσαρα αυτή τη χρονιά, γιορταζόταν κατά παράδοσιν τα «Μυστήρια της Αγαθής Θεάς», στα οποία απαγορευόταν να παρευρίσκεται άνδρας.

Ο Πόπλιος Κλαύδιος Πούλχερ, ένας νεαρός αριστοκράτης, πλούσιος, θρασύς και λαοφιλής δεδομένου ότι είχε προσχωρήσει κι αυτός στην φιλολαϊκή παράταξη, μπήκε ντυμένος γυναικεία στο σπίτι του Καίσαρα, γιατί ήταν ερωτευμένος με την Πομπηία η οποία δεν τον έβλεπε αδιάφορα. Ανακαλύφθηκε όμως και το σκάνδαλο ξέσπασε. Ο Καίσαρ έδιωξε την Πομπηία και δεν προέβη σε άλλη ενέργεια. Ένας δήμαρχος όμως άσκησε αυτεπάγγελτη δίωξη κατά του Κλαύδιου για την βεβήλωση της τελετής και ο Καίσαρ κλήθηκε ως μάρτυς.

Δήλωσε ότι δεν γνωρίζει τίποτα για το θέμα κι ο δικαστής απορημένος τον ρώτησε, γιατί εν τοιαύτη περιπτώσει χώρισε την γυναίκα του. Η απάντηση ήταν «Γιατί έχω την αξίωση ούτε υπόνοια να υπάρχει εναντίον της». Οι φιλολαϊκοί της Ρώμης θεώρησε την δίωξη του Κλαύδιου συγκλητική συνωμοσία με πρωτεργάτη τον Κικέρωνα που είχε προηγούμενα μαζί του, ο Κράσσος δωροδόκησε τους δικαστές και ο Κλαύδιος απηλλάγη.

Το 61 π.Χ. ο Καίσαρ διορίστηκε προπραίτωρ στην Ισπανία αλλά είχε δανειστεί υπέρογκα ποσά για τις δωροδοκίες των εκλογέων και για δώρα στις ερωμένες του, και οι δανειστές του ματαίωσαν την αναχώρησή του. Κατέφυγε για πολλοστή φορά στον Μάρκο Λικίνιο Κράσσο, ο οποίος είχε διαγνώσει τα προτερήματα του Καίσαρα και σκόπευε να τον χρησιμοποιήσει κατά του Πομπήιου. Ο Κράσσος ανέλαβε τα χρέη του Καίσαρα προς τους πιο απαιτητικούς δανειστές, κατέβαλε οκτακόσια τριάντα τάλαντα ως εγγύηση κι έτσι ο Καίσαρ μπόρεσε ν’ αναχωρήσει.

Στην Ισπανία ο Καίσαρ υπέταξε τις εγχώριες φυλές και κέρδισε την ευγνωμοσύνη των κατοίκων μειώνοντας τους τόκους των δανείων που είχαν συνάψει. Παράλληλα πλούτισε κι ο ίδιος και κέρδισε την αφοσίωση των στρατιωτών, που ωφελήθηκαν από τις εκστρατείες. Επιστρέφοντας από την Ισπανία επρόκειτο να τελέσει θρίαμβο, αλλά η Σύγκλητος όρισε την ημέρα του θριάμβου μετά τις υπατικές εκλογές στις οποίες ο Καίσαρ επρόκειτο να συμμετάσχει. Σύμφωνα με τους νόμους, ο θριαμβευτής στρατηγός έπρεπε να παραμείνει εκτός Ρώμης μέχρι την ημέρα του θριάμβου, ο δε υποψήφιος για την υπατεία έπρεπε να βρίσκεται σ’ αυτήν κατά την ημέρα της εκλογής.

Ο Καίσαρ απαρνήθηκε τον θρίαμβό του και μπήκε στην πόλη ως ιδιώτης. Μετά από ένα όργιο εξαγοράς ψήφων, ο Καίσαρ εξελέγη ύπατος για το έτος 59 π.Χ. Προ του κινδύνου να εκλεγεί και ο δεύτερος ύπατος από την φιλολαϊκή παράταξη, όπως είχε μεθοδεύσει ο Καίσαρ, οι αριστοκράτες δωροδόκησαν κι αυτοί τους εκλογείς, κι εξέλεξαν τον Μάρκο Βίβουλλο. Ακόμη κι ο περίφημος για την ηθική του ακεραιότητα Κάτων ο Νεώτερος ενέκρινε αυτή την δωροδοκία «για την σωτηρία της πολιτείας».


Εν τω μεταξύ είχε επιστρέψει το 60 π.Χ. από την Ανατολή ο Γναίος Πομπήιος, θριαμβευτής κι αυτός. Η Σύγκλητος έβλεπε με φόβο την δημοτικότητα και τον πλούτο του με αποτέλεσμα να τον στρέψει -καθώς και τους κεφαλαιούχους που είχαν ευνοηθεί από τις εκστρατείες και τις συμφωνίες του- προς τους φιλολαϊκούς, παρά το ότι ο Πομπήιος υπήρξε συνεργάτης του Σύλλα και υποστηρικτής της συγκλητικής παράταξης. Καίσαρ, Κράσσος και Πομπήιος σχημάτισαν την Πρώτη Τριανδρία για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους.

Ο Καίσαρ πρότεινε στην Σύγκλητο μέτρα που είχε προηγουμένως εισηγηθεί ο Πομπήιος και η Σύγκλητος τα είχε απορρίψει : Διανομή κρατικών γαιών σε 20.000 φτωχούς πολίτες (πολλοί από τους οποίους ήταν στρατιώτες του Πομπήιου) με τρία ή περισσότερα παιδιά, περιορισμό κατά ένα τρίτο της φορολογίας της Ασίας, επικύρωση των συμφωνιών του Πομπήιου στην Ανατολή. Η Σύγκλητος αντιδρούσε σε όλα και τότε ο Καίσαρ εισήγαγε τα νομοσχέδια στην λαϊκή συνέλευση (comitia centuriata).

Ο Βίβουλλος αντέταξε βέτο το οποίο αγνοήθηκε, τα μέτρα ψηφίστηκαν και η βία κατά των αριστοκρατών ήταν συνεχής. Ο Κάτων φυλακίστηκε για λίγο επειδή μακρηγορούσε στην Σύγκλητο, ο Λούκουλλος απειλήθηκε με διωγμό, ο Κικέρων μετατάχθηκε στην τάξη των πληβείων και κάποιοι αριστοκρατικοί κατηγορήθηκαν για απόπειρα δολοφονίας του Πομπήιου. Ο Βίβουλλος έπαψε να προσέρχεται στην Σύγκλητο και ο Καίσαρ κυβερνούσε μόνος. Οι Ρωμαίοι έλεγαν για την περίοδο αυτή ειρωνικά: «Επί της υπατείας του Ιουλίου και του Καίσαρα...».

Στην υπατεία του αυτή ο Καίσαρ καθιέρωσε την πρώτη εφημερίδα, τα Acta Diurna, καταλόγους δηλαδή των συγκλητικών, των δημοσίων πράξεων και των γεγονότων, που αναρτούνταν στους τοίχους του Forum, και αποσκοπούσαν στον έλεγχο της Συγκλήτου από τον λαό. Περί τα τέλη της υπατείας του, ανετέθη στον Καίσαρα η διοίκηση της Εντεύθεν και της Εκείθεν των Άλπεων Γαλατίας, δηλ. της Βόρειας Ιταλίας και της Νότιας Γαλλίας.

Για να διατηρηθούν οι νομοθετικές ρυθμίσεις, η φιλολαϊκή παράταξη πέτυχε την εκλογή του Αύλου Γαβινίου και του Λεύκιου Καλπούρνιου Πείσωνα ως υπάτων το 58 π.Χ. Ο Καίσαρ έδωσε την κόρη του Ιουλία στον Πομπήιο κι ο ίδιος παντρεύτηκε την Καλπουρνία, κόρη του Πείσωνα. Ο Κάτων διαμαρτυρήθηκε έντονα : Ουκ ανεκτόν είναι γάμοις διαμαστροπευομένης της ηγεμονίας. Το χειρότερο από ηθικής απόψεως ήταν ότι με τις ευλογίες του Καίσαρα εξελέγη δήμαρχος ο Πόπλιος Κλαύδιος Πούλχερ, ο ύποπτος μοιχείας εις βάρος του.

Η Απαγωγή του Ιουλίου Καίσαρα

Ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν η σημαντικότερη προσωπικότητα της Ρωμαϊκής ιστορίας. Μέγας στρατηγός και χαρισματικός πολιτικός, άλλαξε την μορφή του πολιτεύματος της Ρώμης ενώ με τις κατακτήσεις του έβαλε τις βάσεις της εξέλιξης του Ευρωπαϊκού πολιτισμού.


«Αν και αριστοκρατικής καταγωγής, τάχθηκε με το μέρος της φιλολαϊκής παράταξης στην διαμάχη της με την συγκλητική, κατέκτησε την Γαλατία, ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Ιβηρικής χερσονήσου, εισέβαλε στην Βρετανία και ανέκοψε τις γερμανικές εισβολές. Όταν νίκησε τον μεγάλο αντίπαλό του Πομπήιο και επικράτησε οριστικά, κατήργησε ουσιαστικά τόσο την συγκλητική όσο και την λαϊκή κυριαρχία και επέβαλε το ηγεμονικό καθεστώς. Δολοφονήθηκε από τους οπαδούς της παλαιάς τάξης πραγμάτων αλλά οι αλλαγές που επέφερε και οι κατακτήσεις που έκανε διατηρήθηκαν για αιώνες». 

Πόσοι όμως γνωρίζουν ότι ο Ιούλιος Καίσαρας είχε κάποτε απαχθεί από πειρατές και μάλιστα ο ίδιος τους έπεισε να αυξήσουν τα λύτρα που ζητούσαν για να το απελευθερώσουν; Σύμφωνα με δημοσίευμα του todayifoundout.com, όταν ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν 25 ετών ταξίδευε στο Αιγαίο Πέλαγος απ’ όπου και απήχθη από σικελούς πειρατές. Οι πειρατές αρχικά ζήτησαν ως λύτρα 20 τάλαντα αργύρου (που ισοδυναμούν με περίπου 600.000 δολάρια στις σημερινές τιμές ασημιού). 

Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, ο Ιούλιος Καίσαρας αντί να διατάξει τους υπηκόους του να συγκεντρώσουν το ποσό που ζητούσαν οι πειρατές, γέλασε με τις απαιτήσεις τους και… απαίτησε με τη σειρά του να ζητήσουν 50 τάλαντα (1.550 κιλά ασήμι) γιατί τα 20 ήταν μικρό ποσό για «την αφεντιά του». Οι πειρατές φυσικά συμφώνησαν και έτσι ο Καίσαρας έστειλε τους συνεργάτες του να συγκεντρώσουν το ασήμι. Χρειάστηκαν 38 μέρες.

Έχοντας μείνει μόνος του με τους πειρατές (μαζί με δύο υπηρέτες του και ένα φίλο του) ο Ιούλιος Καίσαρας, αντί να δείξει φόβο απέναντί τους, τούς συμπεριφερόταν σαν να ήταν… υφιστάμενοί του. Απαίτησε μέχρι και να μην… μιλούν, όποτε έπαιρνε τον υπνάκο του κατά τη διάρκεια της ημέρας, ή κοιμόταν τη νύχτα. Πέρασε πολύ καιρό συνθέτοντας και απαγγέλλοντας ποίηση μαζί τους. Έγγραφε ακόμη ομιλίες, τις οποίες παρουσίαζε στη συνέχεια στους πειρατές.

Έπαιζε παιχνίδια μαζί τους και συμμετείχε και στις ασκήσεις τους, λειτουργώντας όχι ως… κρατούμενος, αλλά ως ηγέτης. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη και το σεβασμό τους, με αποτέλεσμα οι πειρατές να του δώσουν την ελευθερία να κάνει ό,τι ήθελε στα πλοία και τα νησιά που κατέφευγαν. Ο ίδιος, παρότι ήταν φιλικός απέναντί τους, δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα το γεγονός ότι ήταν αιχμάλωτος. Τους ορκίστηκε ότι, μετά την απελευθέρωσή του και την πληρωμή των λύτρων, θα τους κυνηγούσε και θα τους σταύρωνε. Όπως και έκανε.

Αφού απελευθερώθηκε πήρε ένα μικρό στόλο και πήγε πίσω στο νησί, όπου τον κρατούσαν οι πειρατές. Εκείνοι, δεν είχαν πάρει στα σοβαρά τις απειλές του, με αποτέλεσμα… όχι μόνο να πέσουν αιχμάλωτοί του αλλά και να πάρει πίσω τα 50 τάλαντα που τους είχε δώσει καθώς και όλα τα υπάρχοντά τους.


Παρέδωσε τους πειρατές στη φυλακή της Περγάμου και πήγε να συναντήσει το διοικητή της αποικίας της Ασίας Μάρκο Ιούνιο, συνεχίζει το δημοσίευμα, για να ζητήσει την εκτέλεσή τους. Ο Μάρκος Ιούνιος αρνήθηκε, καθώς προτιμούσε να πουλήσει τους πειρατές ως σκλάβους και να πάρει τα λάφυρα για τον εαυτό του. Ενοχλημένος με το αποτέλεσμα της συνάντησης, ο Ιούλιος Καίσαρος ταξίδεψε πίσω στην Πέργαμο, όπου κρατούνταν οι σικελοί πειρατές και διέταξε να τους σταυρώσουν με δική του εντολή. Όπως και έγινε…

Έργα και Θεάματα

Μετά τον θάνατο του Σύλλα το 78 π.X. ο Καίσαρ επέστρεψε στη Ρώμη και ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία επιτιθέμενος με τους λόγους του εναντίον των συνεργατών και οπαδών του Σύλλα. Το 69 π.X. ο Καίσαρ έχασε τη σύζυγό του, η οποία πέθανε στη γέννα ενός νεκρού παιδιού, αλλά και την αγαπημένη του θεία Ιουλία. Στις κηδείες και των δύο εκφώνησε λόγους με σαφείς πολιτικές αναφορές στους δικτατορικούς νόμους του Σύλλα. Οι λόγοι αυτοί θεωρήθηκαν από τους αντιπάλους του προπαγάνδα για την υποψηφιότητα του Καίσαρος στο αξίωμα του ταμία (quaestor).

Πράγματι ο Καίσαρ εκλέχθηκε ταμίας το 68 π.X. και στάλθηκε να ασκήσει τα καθήκοντά του στη Ρωμαϊκή επαρχία που περιελάμβανε χονδρικά τη σημερινή Πορτογαλία και τη νότια Ισπανία. Επιστρέφοντας στη Ρώμη εκλέχθηκε το 65 π.X. αγορανόμος (aedilis), είδος υπευθύνου των δημοσίων έργων, των αγορών και των θεαμάτων. Για να κερδίσει την εύνοια του λαού της Ρώμης ο Καίσαρ διοργάνωσε διάφορα πολυδάπανα θεάματα τα οποία πλήρωσε ο ίδιος με δανεικά. Στο τέλος της θητείας του είχε τόσο πολλά χρέη ώστε κινδύνευσε η πολιτική του σταδιοδρομία.

H Τιμιότητα της Συζύγου

Ωστόσο με τα θεάματά του ο Καίσαρ είχε γίνει τόσο δημοφιλής ώστε το 63 π.X. εκλέχθηκε Μέγας Ποντίφιξ (Pontifex Maximus), δηλαδή αρχιερέας με εξουσία επί των θρησκευτικών θεμάτων. Αλλά στην καινούργια του θέση ο Καίσαρ ξεκίνησε με ένα σκάνδαλο. Μετά τον θάνατο της Κορνηλίας, ο Καίσαρ είχε νυμφευθεί την Πομπηία, εγγονή του Σύλλα. Ως σύζυγος του Μεγάλου Ποντίφικα η Πομπηία είχε καθήκον να διοργανώνει τις ετήσιες εορτές προς τιμήν της Καλής Θεάς (Bona Dea) στις οποίες απαγορευόταν αυστηρά η συμμετοχή ανδρών. 

Ωστόσο ο διαβόητος πολιτικός Κλόδιος, μεταμφιεσμένος σε γυναίκα, μπήκε στο σπίτι του Καίσαρος όπου ετελούντο τα μυστήρια της θεάς, πιθανώς με τη συναίνεση της Πομπηίας, όπως ισχυρίστηκαν μερικοί, επειδή ενδεχομένως ήταν ερωμένη του. Ο Καίσαρ, μολονότι υπερασπίστηκε τη σύζυγό του στο δικαστήριο και πέτυχε την αθώωσή της, τελικά τη χώρισε επειδή «η σύζυγος του Καίσαρος δεν πρέπει μόνο να είναι τίμια αλλά και να φαίνεται».

Συμμαχώντας με τον πολιτικά ισχυρό Γναίο Πομπήιο Μάγνο και τον πάμπλουτο Μάρκο Λικίνιο Κράσσο ο Ιούλιος Καίσαρ κατόρθωσε να εκλεγεί ύπατος για το έτος 59 π.X. H συμμαχία της Πρώτης Τριανδρίας επικυρώθηκε με τον γάμο του Πομπηίου με τη μοναχοκόρη του Καίσαρος Ιουλία. Κατά την υπατεία του ο Καίσαρ φρόντισε να ψηφισθούν νόμοι που ικανοποιούσαν αιτήματα του Πομπηίου: παραχώρηση γαιών στους βετεράνους του και επικύρωση των διοικητικών του μέτρων στην Ανατολή.


Επίσης ο Καίσαρ κατόρθωσε να ψηφισθούν νόμοι οι οποίοι περιόριζαν τις οικονομικές ατασθαλίες των διοικητών των ρωμαϊκών επαρχιών. Εξάλλου ο Κράσσος με τα χρήματά του και ο Πομπήιος με την πολιτική επιρροή του μπόρεσαν να εξασφαλίσουν στον Καίσαρα, μετά το τέλος της υπατείας του, το αξίωμα του ανθύπατου της Γαλατίας και το δικαίωμα της στρατολόγησης λεγεώνων και της διεξαγωγής πολέμων. Επί επτά περίπου χρόνια ο Καίσαρ έκανε νικηφόρες εκστρατείες εναντίον των Γαλατών, των Ελβετών, των Βέλγων, των Σουήβων, των Κελτών. Εισέβαλε δύο φορές στη Βρετανία φθάνοντας βόρεια του ποταμού Τάμεση.

H Διάβαση του Ρουβίκωνα

Μολονότι βρισκόταν σε συνεχή πόλεμο ο Καίσαρ ενημερωνόταν για τα πολιτικά τεκταινόμενα στη Ρώμη. Από την άλλη η δόξα του άρχισε να ανησυχεί τον Πομπήιο. Το 54 π.X. πέθανε η σύζυγος του Πομπήιου Ιουλία και έτσι κόπηκαν οι συγγενικοί δεσμοί του με τον Καίσαρα. Την επόμενη χρονιά σκοτώθηκε και ο Κράσσος κατά την ατυχή εκστρατεία εναντίον των Πάρθων. Ετσι η Τριανδρία διαλύθηκε και οι σχέσεις του Πομπηίου και του Καίσαρος εντάθηκαν σε επικίνδυνο βαθμό. Ο Πομπήιος προσεταιρίστηκε τους αριστοκρατικούς οι οποίοι με ομάδες μισθοφόρων είχαν εξαπολύσει τρομοκρατία στη Ρώμη.

Το 52 π.X. η Σύγκλητος με τη βοήθεια του Πομπηίου πέρασε νόμους που υποχρέωναν τον Καίσαρα να παραιτηθεί από τη διοίκηση των επαρχιών που είχε κατακτήσει για να μη χαρακτηριστεί «εχθρός του κράτους». Ο Καίσαρ απάντησε με έναν έξυπνο ελιγμό: πρότεινε να διαλύσει τον στρατό του και να παραιτηθεί από διοικητής με την προϋπόθεση ότι ο Πομπήιος θα διέλυε τον δικό του. Αλλά ο Πομπήιος, αντί να διαλύσει, αύξησε τον στρατό του.

Ο εμφύλιος πόλεμος ήταν πλέον αναπόφευκτος. Τη νύχτα της 10ης προς την 11η Ιανουαρίου του 49 π.X. ο Καίσαρ πέρασε τον ποταμό Ρουβίκωνα, το βόρειο όριο της αποστρατοποιημένης ζώνης στην Ιταλία, όπου απαγορευόταν διά νόμου στους Ρωμαίους στρατηγούς να μπαίνουν με τον στρατό τους, αναφωνώντας στα ελληνικά τον στίχο του Μενάνδρου «Ανερρίφθω Κύβος», τον οποίον ο Σουητώνιος αναφέρει ως «jacta alea est»(«Ερρίφθη ο Κύβος»).

Στη συνέχεια ο Καίσαρ μπήκε με τον στρατό του στη Ρώμη, την οποία οι Συγκλητικοί και ο Πομπήιος με τον στρατό είχαν εγκαταλείψει. Χάρη στην ηπιότητα με την οποία χειρίστηκε την κατάσταση ο Καίσαρ κέρδισε την εμπιστοσύνη της πλειονότητας του λαού.


Στα Βήματα του Μάριου

Ο Καίσαρας δεν έκρυψε ποτέ ότι ήταν θαυμαστής του Mάριου και στην κηδεία της χήρας του θείου του, Ιουλίας, βρήκε την ευκαιρία να του πλέξει το εγκώμιο και να εμφανιστεί έτσι ως "κληρονόμος" του πολιτικού προγράμματός του. O επόμενος διορισμός του ήταν στην Iσπανία, ως Κοιαίστωρ. Eκεί, αντικρίζοντας ένα άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου σχολίασε ότι ο μεγάλος Μακεδόνας στην ηλικία των 33 ετών είχε κατακτήσει τον κόσμο, ενώ ο ίδιος δεν έχει κάνει ακόμη τίποτε αξιομνημόνευτο.

Mε την επιστροφή του στη Ρώμη εκλέχτηκε αγορανόμος και ξόδεψε τεράστια ποσά για τη διοργάνωση μονομαχιών και άλλων δημόσιων θεαμάτων, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να προσεταιριστεί το λαό της πόλης. Tο 63 π.X. ο Καίσαρας εξελέγη Pontifex Maximus, δηλαδή ανώτατος αρχιερέας της Ρώμης και από τη θέση αυτή μπόρεσε να προωθήσει τις πολιτικές φιλοδοξίες του. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη συνωμοσία του Κατιλίνα και την επόμενη χρονιά εξελέγη πραίτορας. 

Έχοντας γίνει εξαιρετικά δημοφιλής στους Ρωμαίους πληβείους, ο ραγδαία ανερχόμενος στην πολιτική σκηνή της Ρώμης Καίσαρας ανησύχησε τους συγκλητικούς, που πλέον τον έβλεπαν ως διάδοχο του Mάριου και άρα ως θανάσιμη απειλή για την εξουσία τους. Tον διέβαλαν ως ιερόσυλο και ο Καίσαρας για να γλιτώσει από τις κατηγορίες, αναγκάστηκε να δωροδοκήσει τους δικαστές με τεράστια χρηματικά ποσά. Tα χρήματα αυτά αλλά και όσα είχε δαπανήσει για τα θεάματα που προσέφερε στο λαό της Ρώμης παρ' ολίγο να τον οδηγήσουν στη χρεοκοπία.

Το 61 π.X. του ανατέθηκε η διοίκηση της Ιβηρικής. Αντιμετώπισε με αποφασιστικότητα και σκληρότητα τις εξεγέρσεις των ντόπιων πληθυσμών. Στην πραγματικότητα, ήθελε να ξεπληρώσει τους δανειστές του, γι' αυτό λεηλάτησε δεκάδες πόλεις της Ιβηρικής, έθεσε υπό τον έλεγχό του τα ορυχεία αργύρου της Γαλικίας και σύντομα επέστρεψε πάμπλουτος στη Ρώμη.

Ως Ύπατος

Mε νωπές τις δάφνες από το θρίαμβό του στην Iσπανία, ο Καίσαρας εξελέγη ύπατος τον Δεκέμβριο του 60 π.X., με δεύτερο ύπατο για εκείνη τη χρονιά τον ανίσχυρο Βίβουλο. H Σύγκλητος προσπαθούσε να περιορίσει τη δύναμή του και ο Καίσαρας χρειαζόταν συμμάχους, γι' αυτό μαζί με τον ζάπλουτο φίλο του Κράσσο και τον Γναίο Πομπήιο σχημάτισαν την Πρώτη Τριανδρία. 

O Πομπήιος ήταν ο κορυφαίος στρατηγός της Ρώμης, νικητής των Μιθριδατικών πολέμων και κατακτητής της Συρίας και της Παλαιστίνης. Στην ουσία αυτοί οι τρεις άνδρες είχαν τον απόλυτο έλεγχο της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. O Ιούλιος έδωσε ως σύζυγο στον Πομπήιο την κόρη του, ενώ ο ίδιος παντρεύτηκε την κόρη του Πίσωνα, ενός στενού φίλου του Κράσσου.


Από τη μοιρασιά του αχανούς κράτους μεταξύ των τριών ανδρών, ο Καίσαρας πήρε την εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία (δηλαδή την κοιλάδα του Πο στη B. Ιταλία), τη Δαλματική ακτή και το τμήμα της πέραν των Άλπεων Γαλατίας (δηλαδή τη σημερινή Νότιο Γαλλία). Oι τέσσερις λεγεώνες που διατηρούσε η Ρώμη σε αυτές τις περιοχές θα γίνονταν η μαγιά για να σχηματίσει ο Καίσαρας τον προσωπικό στρατό του.

H Γαλατική Εκστρατεία

Aν και ο στόχος του Καίσαρα ήταν αρχικά η πλούσια, λόγω των χρυσωρυχείων της, Δακία, οι μετακινήσεις των Ελβετών σε Ρωμαϊκά εδάφη τον ανάγκασαν να στραφεί προς τα βόρεια και δυτικά. Αφού στρατολόγησε δύο ακόμη λεγεώνες, νίκησε σε δύο μάχες τους Ελβετούς. 

Mε την απειλή αυτή να έχει εξουδετερωθεί, ο Καίσαρας υπέταξε τους Σουάβους εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία που του έδωσε το αίτημα μιας Γαλατικής φυλής για βοήθεια. Μετά απ' αυτή τη νίκη, αντελήφθη ότι η κατάκτηση ολόκληρης της Γαλατίας ήταν εντός των δυνατοτήτων του ίδιου και των στρατευμάτων του, έτσι στρατολόγησε δύο ακόμη λεγεώνες και κινήθηκε εναντίον των Βέλγων, που ήταν οι ισχυρότεροι και πιο πολεμοχαρείς Γαλάτες.

Σε μια μεγάλη μάχη στη Φλάνδρα, ο Καίσαρας εξόντωσε τη στρατιωτική δύναμη της ισχυρότερης Βελγικής φυλής, των Νέρβιων (μάχη του Σαμπρ). Oι Νέρβιοι δήλωσαν υποταγή και η Σύγκλητος δεν μπορούσε παρά να τιμήσει τον θριαμβευτή Καίσαρα με εορτασμούς που κράτησαν 15 ήμερες. Oι δυνάμεις του Καίσαρα αλλά και του Κράσσου, που τον συνέδραμε, ολοκλήρωσαν την υποταγή της Γαλατίας.

Παρά τις επιτυχίες του, η αναίτια σφαγή χιλιάδων αμάχων στα κατακτημένα εδάφη από τις λεγεώνες του προκάλεσε αντιδράσεις στη Ρώμη. O Καίσαρας, επιχειρώντας να στρέψει αλλού την προσοχή των Ρωμαίων, ξεκίνησε μια εντυπωσιακή εκστρατεία στη Βρετανία. Σε σύντομο χρονικό διάστημα εξασφάλισε την υποταγή όλων των Βρετανικών φυλών του νότιου άκρου του νησιού, νίκη η οποία, παρά το ότι δεν είχε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα για τη Ρώμη, γιορτάστηκε επί 20 ημέρες.

Την επόμενη χρονιά ο Καίσαρας εισέβαλε ξανά στη Βρετανία, αλλά αυτή τη φορά προχώρησε λίγο βορειότερα, περνώντας και τον Tάμεση. Yπέταξε τις τοπικές φυλές και επέστρεψε στη βορειοανατολική Γαλατία. Όμως τον επόμενο χρόνο ο Καίσαρας αντιμετώπισε την πρώτη σοβαρή κρίση της σταδιοδρομίας του. Ενώ τα νέα από τη Ρώμη ήταν δυσάρεστα, καθώς τον πληροφορούσαν για το θάνατο της κόρης του Ιουλίας (άρα η συμμαχία του με τον Πομπήιο γινόταν εύθραυστη), μια γενικευμένη αναταραχή ξέσπασε στη Γαλατία.


Mία ολόκληρη λεγεώνα εξοντώθηκε στο στρατόπεδό της από Γαλάτες επαναστάτες και μία δεύτερη υπέστη τρομερές απώλειες. Την επόμενη άνοιξη, ο Καίσαρας εκστράτευσε ξανά για να τιμωρήσει τους επαναστάτες. Αφού ενισχύθηκε με τρεις ακόμη λεγεώνες (συνολικά τώρα είχε στη διάθεσή του δέκα) επιτέθηκε κατά των Νέρβιων και των Μενάπιων, τους οποίους εξολόθρευσε.

Την ίδια περίοδο εμφανίστηκε ένας άλλος Γαλάτης ηγέτης που θα έδινε την ευκαιρία στον Καίσαρα για ακόμη μεγαλύτερους θριάμβους. O Βερκιγγετόριξ ένωσε όλες τις φυλές της κυρίως Γαλατίας και άρχισε να χτυπά τις Ρωμαϊκές φρουρές. Παρά την ενίσχυσή τους με τρεις ακόμη λεγεώνες, οι δυνάμεις του Καίσαρα ηττήθηκαν στη Ζεργκόβια. Απτόητος όμως, ανασύνταξε το στρατό του, καταδίωξε τον Βερκιγγετόριξ και τον απέκλεισε στην οχυρή πόλη της Aλέσια, περικυκλώνοντάς τον με περίπου 44.000-48.000 στρατιώτες. 

O Καίσαρας διέταξε τους άνδρες του να δημιουργήσουν μια διπλή οχύρωση: μία γραμμή για να κρατήσουν εντός της πόλης τους 60.000 περίπου άνδρες του Βερκιγγετόριξ και μία δεύτερη για να κρατήσουν μακριά τους Γαλάτες (εκτιμώνται από 100.000 έως 250.000) που έσπευσαν προς βοήθεια των πολιορκουμένων. Oι Γαλάτες δεν μπόρεσαν να διασπάσουν το Ρωμαϊκό κλοιό, με αποτέλεσμα ο Βερκιγγετόριξ να παραδοθεί.

Ο Εμφύλιος Πόλεμος

Το 54 η Ιουλία, κόρη του Καίσαρα και σύζυγος του Πομπήιου, πέθανε στη γέννα καθώς και το βρέφος. Την ίδια χρονιά, μετά την λήξη της υπατικής θητείας Πομπήιου και Κράσσου, ο τελευταίος έφυγε στην Συρία, όπως είχε συμφωνηθεί. Σκοτώθηκε τον άλλο χρόνο πολεμώντας εναντίον των Πάρθων και το κεφάλι του έπαιξε τον ρόλο του Πενθέα σε μια παράσταση των «Βακχών» στην παρθική αυλή. Οι δεσμοί που συνέδεαν Καίσαρα και Πομπήιο είχαν σπάσει.

Ο Πομπήιος αρνήθηκε προτάσεις του Καίσαρα για νέες επιγαμίες, κράτησε τις λεγεώνες του στην Ιταλία αντί να τις οδηγήσει στην Ισπανία όπως είχε συμφωνηθεί, και επανήλθε φανερά στην συντηρητική παράταξη. Η Ρώμη εν τω μεταξύ είχε καταντήσει πεδίο βίας και διαφθοράς. Όλες οι τάξεις και όλες οι παρατάξεις παρανομούσαν. Η οχλοκρατία βασίλευε. «Ο Τίβερις γέμισε από πτώματα πολιτών» έγραψε ο Κικέρων. Ο Κλαύδιος Πούλχερ δολοφονήθηκε από την αντίπαλη συμμορία του Πομπηιανού Τίτου Άννιου Μίλωνα που είχε διατελέσει δήμαρχος το 57 π.Χ., και οι φτωχοί Ρωμαίοι του έκαναν λαμπρή κηδεία βάζοντας φωτιά στον Οίκο της Συγκλήτου.

Ο Πομπήιος αποκατέστησε την τάξη και η Σύγκλητος, κατά συμβουλήν του Κάτωνα, τον ανακήρυξε «ύπατον μόνον», χωρίς δεύτερο ύπατο δηλαδή, για να προλάβει την δικτατορία του. Το δικαίωμα που είχε παραχωρηθεί στον Καίσαρα να υποβάλει υποψηφιότητα για το αξίωμα του υπάτου ενώ απουσίαζε (in absentia), ανακλήθηκε. Προτάθηκε η αντικατάστασή του από την διοίκηση της Γαλατίας και μόνο το βέτο των δημάρχων την απέτρεψε. Μία λεγεώνα που έθεσε στην διάθεση της Συγκλήτου για ν’ αποσταλεί κατά των Πάρθων, κρατήθηκε στην Ιταλία.


Ύστερα η Σύγκλητος διακήρυξε ότι αν ο Καίσαρ δεν παραιτούνταν από την διοίκηση της Γαλατίας μέχρι την 1η Ιουλίου του 49 π.Χ., θα θεωρούνταν εχθρός του κράτους. Ο Καίσαρ έκανε αντιπροτάσεις, προσθέτοντας όμως ότι αν απορρίπτονταν θα το θεωρούσε κήρυξη πολέμου. Τελικά, αν και μάλλον απρόθυμα, η Σύγκλητος διέταξε τον Πομπήιο «να φροντίσει να μη συμβεί κακό στο κράτος» έκφραση που σήμαινε δικτατορία και στρατιωτικό νόμο.

Εκτός νόμου πλέον ο Καίσαρ, με την Σύγκλητο και τον Πομπήιο εναντίον του, ήξερε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να προχωρήσει. Οι δυνάμεις του ήταν μικρότερες μεν αλλά εμπειροπόλεμες, πειθαρχημένες και απόλυτα αφοσιωμένες. Στις 10 Ιανουαρίου του 49 π.Χ. πέρασε ένα μικρό ποταμό κοντά στο Ρίμινι, τον Ρουβίκωνα, λέγοντας την φράση «jacta alea est» (ο κύβος ερρίφθη). Οι πόλεις της Ιταλίας τον δέχτηκαν με ενθουσιασμό και οι δυνάμεις του ενισχύθηκαν.

Απαγόρευσε λεηλασίες και αντεκδικήσεις, έστειλε τους αιχμάλωτους Πομπηιανούς αξιωματικούς στην Ρώμη και συμβιβαστικές προτάσεις προς όλους. Ο Πομπήιος τις απέρριψε και δήλωσε ότι θα θεωρούσε εχθρό του όποιον συγκλητικό δεν προσερχόταν στο στρατόπεδό του, ενώ ο Καίσαρ είχε πει ότι όποιος ήταν ουδέτερος ήταν φίλος του. Οι περισσότεροι συγκλητικοί έμειναν στην Ρώμη. Ο Πομπήιος όμως, που δεν είχε εμπιστοσύνη στο ετοιμοπόλεμο του στρατού του, έφυγε από την Ρώμη στο Μπρίντιζι και πέρασε την Αδριατική. Σκόπευε να εξασκήσει τους στρατιώτες του και να διακόψει την τροφοδοσία της Ρώμης με τον ισχυρό στόλο του.

Ο Καίσαρ μπήκε στην Ρώμη στις 16 Μαρτίου του 49 π.Χ. ενώ ο στρατός του είχε μείνει εκτός πόλεως. Δεν υπήρξε αντίσταση αλλά η Σύγκλητος αρνήθηκε να τον ονομάσει δικτάτορα, να στείλει αντιπροσωπεία στον Πομπήιο για ειρήνευση και να του επιτρέψει την διαχείριση του δημοσίου χρήματος. Ο Καίσαρ είπε στους εχθρούς του στην Ρώμη ότι τους ήταν εύκολο να μιλούν, δύσκολο όμως να ενεργούν και ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει τις τρεις στρατιές που οι Πομπηιανοί είχαν οργανώσει στην Ελλάδα, την Αφρική και την Ισπανία.

Για να λύσει το επισιτιστικό πρόβλημα της Ρώμης κατέλαβε την σιτοπαραγωγό Σικελία στην οποία βρισκόταν ο Κάτων. Αυτός έφυγε στην Αφρική όπου νίκησε τον στρατηγό του Καίσαρα που τον καταδίωξε. Ο ίδιος ο Καίσαρ πήγε στην Ισπανία για τον ίδιο λόγο και για να προλάβει επίθεση από τους Πομπηιανούς της Ιβηρικής. Τους νίκησε και επιβλήθηκε σε όλη την χερσόνησο. Γυρίζοντας στην Ιταλία νίκησε ένα στρατό του Πομπήιου και αναδιοργάνωσε την διοίκηση της Γαλατίας.

Η Σύγκλητος τον ονόμασε τώρα δικτάτορα αλλά αυτός παραιτήθηκε και αρκέστηκε να εκλεγεί ύπατος για το 48 π.Χ. Ανακάλεσε όλους τους εξόριστους εκτός από τον Τίτο Μίλωνα που είχε καταδικαστεί για τον φόνο του Κλαύδιου Πούλχερ και προχώρησε σε οικονομικές ρυθμίσεις που ικανοποίησαν τους πάντες πλην των ακραίων της λαϊκής παράταξης, που προσδοκούσαν διαγραφή των χρεών και αναδασμό της γης.


Στα τέλη του 49 π.Χ. πέρασε την Αδριατική με 60.000 στρατό. Ο στόλος που είχε μπορούσε να μεταφέρει μόνο 20.000 άντρες γι’ αυτό έγιναν τρεις διαδρομές. Αφού μετέφεραν τον Καίσαρα και τις πρώτες 20.000 των ανδρών, τα πλοία του ναυάγησαν επιστρέφοντας στην Ιταλία. Θέλοντας να μάθει γιατί καθυστερούσε το υπόλοιπο στράτευμα, ο Καίσαρ επιβιβάστηκε στις εκβολές του Αώου σ’ ένα μικρό πλοίο για να διαπλεύσει πάλι την Αδριατική. Ήταν χειμώνας, η θάλασσα τρικυμισμένη και το πλήρωμα απελπισμένο. Ο Καίσαρ είπε στον πλοίαρχο να μη φοβάται. «Καίσαρα φέρεις και την Καίσαρος Τύχην».

Τελικά υποχρεώθηκε να επιστρέψει στο στρατόπεδο της Απολλωνίας, αλλά ο Μάρκος Αντώνιος συγκέντρωσε νέο στόλο και πέρασε και τον υπόλοιπο στρατό. Ο Πομπήιος, ενώ κατείχε το ισχυρό Δυρράχιο με 40.000 στρατού καλά εφοδιασμένου, έκανε το σφάλμα να μη επιτεθεί στο πρώτο και εξουθενωμένο τμήμα του Καίσαρα. Τώρα αυτός έστειλε αντιπροσώπους και πρότεινε να παραιτηθούν κ’ οι δυό από τις διοικήσεις τους. Ο Πομπήιος δεν απάντησε.

Ο Καίσαρ επετέθη αλλά αποκρούστηκε. Ο Πομπήιος δεν τον καταδίωξε και ο Καίσαρ είπε ότι ο αντίπαλός του δεν ξέρει να χρησιμοποιεί τις νίκες του. Ύστερα οπισθοχώρησε στην Θεσσαλία κι ανασυγκρότησε τον στρατό του. Ο Πομπήιος δεν άκουσε την συμβουλή να επιστρέψει στην ανυπεράσπιστη Ιταλία και οι πατρίκιοι αξιωματικοί τον παρέσυραν να δώσει αποφασιστικό χτύπημα.

Η σύγκρουση έγινε στις 9 Αυγούστου του 48 π.Χ.στα Φάρσαλα. Ο Πομπήιος είχε 45.000 πεζούς και 7.000 ιππείς, ο Καίσαρ 22.000 πεζούς και χίλιους ιππείς. Ο Πλούταρχος λέει ότι Ρωμαίοι και Έλληνες που παρακολουθούσαν από μακριά την μάχη, σκέπτονταν ότι κοντά ήταν η συμφορά που η αρχομανία και η πλεονεξία έφερνε. Αδελφοί εναντίον αδελφών, το άνθος και δύναμη της πόλης εναντίον του εαυτού της.

Ο Καίσαρ διέταξε να μη θανατωθούν όσοι αντίπαλοι παραδίνονταν. Ειδική εντολή δόθηκε για τον Βρούτο : να μη σκοτωθεί σε καμιά περίπτωση και εάν μεν παραδοθεί, καλώς, ειδ’ άλλως να τον αφήσουν να φύγει απείραχτος. Η υπέρτερη ηγεσία, η καλύτερη εκπαίδευση και το ανώτερο ηθικό του στρατού του Καίσαρα επικράτησαν. Δεκαπέντε χιλιάδες πομπηιανοί σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν και 20.000 χιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν. Ο Καίσαρ έχασε μόνο τριάντα εκατόνταρχους και διακόσιους στρατιώτες .

Ο Πομπήιος έφυγε στη Λάρισα κι από εκεί στην Μυτιλήνη, όπου του ζητήθηκε να παραμείνει. Οι Μυτιληναίοι του ζήτησαν να παραμείνει στο νησί αλλά ο Πομπήιος τους συνέστησε να υποταχθούν στον Καίσαρα γιατί ήταν επιεικής και ενάρετος. Έφυγε μετά στην Αλεξάνδρεια. Ο Βρούτος έφυγε επίσης στην Λάρισα κι από εκεί έγραψε στον Καίσαρα. Χάρηκε αυτός που ο Βρούτος είχε σωθεί και τον συγχώρησε. Για χάρη του Βρούτου συγχώρησε και τον Κάσσιο.


Ο Καίσαρ απεδείχθη όντως επιεικής προς τους Έλληνες, που είχαν υποστηρίξει τον Πομπήιο. Μοίρασε τα αποθέματα σίτου του Πομπήιου στον πληθυσμό και είπε στους Αθηναίους όταν του ζήτησαν συγγνώμη : Πόσες φορές θα σας σώζει από την αυτοκαταστροφή η δόξα των προγόνων σας ; Ο Πομπήιος έφτασε στην Αλεξάνδρεια όπου βασίλευε ο νεαρός Πτολεμαίος ΙΓ΄. Εκεί ο υπουργός του βασιλιά ευνούχος Ποθεινός τον δολοφόνησε, υπολογίζοντας στην ευγνωμοσύνη του Καίσαρα ο οποίος έφτασε σε λίγο. 

"Ο ΚΥΒΟΣ ΕΡΡΙΦΘΗ"

O Καίσαρας ήταν πλέον αναμφισβήτητος κυρίαρχος της Γαλατίας. Στο μεταξύ ο Κράσσος είχε σκοτωθεί πολεμώντας τους Πάρθους, ενώ ο Πομπήιος είχε γίνει ουσιαστικά δικτάτορας της Ρώμης, οπότε οι επόμενες κινήσεις του Kαίσαρα θα γίνονταν στη γενέτειρά του. H Σύγκλητος ζήτησε από τον Καίσαρα δύο λεγεώνες με το πρόσχημα ότι ήταν απαραίτητες στη Συρία. O Καίσαρας κατάλαβε ότι ο χρόνος κυλούσε εναντίον του. 

H επόμενη απαίτηση της Συγκλήτου για παράδοση και των δέκα λεγεώνων του σε έναν νέο διοικητή, τον βρήκε στη Ραβένα της B. Ιταλίας. Καταλαβαίνοντας ότι είχε έλθει η ώρα για την αποφασιστική αναμέτρησή του με τη Σύγκλητο, ο Καίσαρας αποφάσισε να οδηγήσει το στρατό του στη Ρώμη, αναφωνώντας τη φράση από το έργο του αγαπημένου του ποιητή Μενάνδρου: "O κύβος ερρίφθη!"

H διάβαση του ποταμού Ρουβίκωνα, του φυσικού συνόρου της Ρώμης, πέραν του οποίου βάσει νόμου απαγορευόταν να περάσουν στρατιωτικές δυνάμεις, ήταν το σημείο χωρίς επιστροφή στη σύγκρουση του Καίσαρα με τη Σύγκλητο και τον Πομπήιο. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή η Σύγκλητος ήταν αδύναμη να αντιδράσει και ενώ ο Καίσαρας διέθετε ήδη πέντε λεγεώνες επί Ιταλικού εδάφους, οι αντίπαλοί του είχαν μόλις δύο και αυτές όχι ιδιαίτερα αξιόμαχες. O Καίσαρας εισήλθε στη Ρώμη, την οποία είχαν ήδη εγκαταλείψει ο Πομπήιος και οι περισσότεροι συγκλητικοί με κατεύθυνση την Ελλάδα. 

Αφού σταθεροποίησε την πολιτική κατάσταση στην πρωτεύουσα, ξεκίνησε ένα πρόγραμμα στρατολόγησης νέων λεγεώνων. Mε τις εννέα λεγεώνες που συγκέντρωσε, συνέτριψε τις επτά του Πομπήιου που στάθμευαν στην Iσπανία, μακριά από τον ηγέτη τους, και με την επιστροφή του στη Ρώμη ανακηρύχθηκε δικτάτωρ.

Όμως η απειλή του Πομπήιου παρέμενε και ο Καίσαρας αποφάσισε να κινηθεί εναντίον του μεγάλου αντιπάλου του. Tο πρόβλημα ήταν ότι ο στρατός του Καίσαρα έπρεπε να μεταφερθεί στην Ελλάδα, όπου ο Πομπήιος είχε ήδη συγκεντρώσει επτά λεγεώνες και μια μεγάλη ναυτική δύναμη 300 πλοίων. O στόλος του Πομπήιου συνέτριψε αυτόν του Καίσαρα και μαζί τις επτά από τις έντεκα λεγεώνες του. Oι δύο αντίπαλοι έστησαν τα στρατόπεδά τους στο Δυρράχιο και πέρασαν περίπου έξι μήνες άπραγοι.


Παρότι ο στρατηγός του Καίσαρα, Μάρκος Αντώνιος, κατάφερε να φέρει και τις υπόλοιπες τέσσερις λεγεώνες από την Ιταλία, ο Πομπήιος νίκησε στην αποφασιστική μάχη και ξεκίνησε την καταδίωξη του Καίσαρα. O τελευταίος, αναζητώντας μία προσφορότερη τοποθεσία για να αντιμετωπίσει ξανά τον εχθρό, τη βρήκε στα Φάρσαλα. Στη μάχη που δόθηκε, ο στρατός του Καίσαρα κατάφερε να βγει νικητής. O Πομπήιος κατέφυγε στην αυλή του 10χρονου βασιλιά της Αιγύπτου, Πτολεμαίου.

O Καίσαρας τον καταδίωξε, αλλά προτού ο Πομπήιος φθάσει στην Αλεξάνδρεια, δολοφονήθηκε από τον Πτολεμαίο σε μια προσπάθεια να κερδίσει την εύνοια του πανίσχυρου Ρωμαίου ηγέτη. Oμως και στην Aίγυπτο ο Kαίσαρας έμελλε να δρέψει νέες δάφνες. Γοητευμένος από τη νεαρή Eλληνίδα πριγκίπισσα και διεκδικήτρια του θρόνου, Kλεοπάτρα, πήρε το μέρος της στον εμφύλιο με τον αδελφό της. Σύντομα οι δυνάμεις του Καίσαρα και της Κλεοπάτρας επικράτησαν και η τελευταία έγινε βασίλισσα της Ελληνιστικής μοναρχίας της Αιγύπτου. Tαυτόχρονα χάρισε στον Kαίσαρα και έναν γιο, τον Kαισαρίωνα.

O υπερδραστήριος Καίσαρας βρέθηκε ξανά στη M. Aσία, όπου εξουδετέρωσε τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε για τη Ρωμαϊκή κυριαρχία ο Φαρνάκης του Πόντου και οι Σαρμάτες σύμμαχοί του. Όμως η σύγκρουση με τους συγκλητικούς δεν είχε τελειώσει, αφού είχαν συγκεντρώσει ισχυρότατες δυνάμεις στη B. Αφρική. O Καίσαρας έσπευσε να τους συναντήσει στη Θαψό (στη σύγχρονη Τυνησία), αφού ενισχύθηκε με όσες λεγεώνες υπήρχαν διαθέσιμες. 

H νίκη του ήταν συντριπτική και ο ηγέτης των συγκλητικών, Κάτων, αυτοκτόνησε για να μην αναγκαστεί να δεχτεί τη χάρη του αντιπάλου του. Tώρα πλέον ο Καίσαρας ήταν ο αναμφισβήτητος κυρίαρχος της Ρώμης και ολόκληρης της Μεσογείου, έχοντας επικρατήσει όλων των εξωτερικών και εσωτερικών αντιπάλων του. Πριν επιστρέψει στη Ρώμη, ο δικτάτωρ υπέταξε και το βασιλιά της Νουμιδίας, Ιούβα, και προσάρτησε κι άλλα εδάφη στη Ρωμαϊκή επικράτεια.

Ο Καίσαρ στην Αίγυπτο

Σύμφωνα με την διαθήκη του πατέρα του, ο Πτολεμαίος ΙΓ΄ έπρεπε να παντρευτεί και να συμβασιλεύσει με την αδελφή του Κλεοπάτρα. Ο Ποθεινός όμως την είχε αναγκάσει να φύγει από την Αλεξάνδρεια, κ’ η συμπεριφορά του τώρα προς τον Καίσαρα ήταν εχθρική. Εχθρική επίσης ήταν η συμπεριφορά της ρωμαϊκής φρουράς που η Σύγκλητος είχε από πολύν καιρό εγκαταστήσει στην Αλεξάνδρεια, δεδομένου ότι η Αίγυπτος είχε περιέλθει στην σφαίρα επιρροής της Ρώμης.

Επιζητώντας την συμμαχία της Κλεοπάτρας, ο Καίσαρ την κάλεσε στην Αλεξάνδρεια. Ένας υπηρέτης έφτασε φορτωμένος μ’ ένα κάλυμμα στρώματος, το άνοιξε στα πόδια του Καίσαρα κι εμφανίστηκε η Κλεοπάτρα. Η εμφάνιση της Κλεοπάτρας επέσπευσε τις εξελίξεις. Ο Ποθεινός και ο στρατηγός Αχιλλάς αποφάσισαν την εξόντωση του Καίσαρα. Αυτός το πληροφορήθηκε και θανάτωσε τον Ποθεινό, ο Αχιλλάς όμως διέφυγε και πολιόρκησε τον Καίσαρα στα ανάκτορα βοηθούμενος από την Ρωμαϊκή φρουρά.


Ο Καίσαρ μετέτρεψε τα ανάκτορα και το γειτονικό θέατρο σε φρούριο, έστειλε για ενισχύσεις στην Μ. Ασία και στην Ρόδο κι έκαψε τα πλοία του για να μη πέσουν στα χέρια των επαναστατών. Τότε κάηκε ένα μεγάλο μέρος της βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας. Ο Καίσαρ κινδύνεψε σοβαρά πολλές φορές κατά την διάρκεια αυτής της πολιορκίας κι ο Πτολεμαίος, πιστεύοντας ότι οι Αιγύπτιοι ήταν νικητές, διέφυγε από τα ανάκτορα αλλά από τότε δεν ξανάγινε λόγος γι’ αυτόν.

Όταν ήρθαν οι ενισχύσεις, ο Καίσαρ επιβλήθηκε και εγκατέστησε την Κλεοπάτρα στον θρόνο με συμβασιλέα τον νεώτερο αδελφό της Πτολεμαίο ΙΔ΄. Έμεινε εννέα μήνες στην Αίγυπτο, σαγηνευμένος από την Κλεοπάτρα, και η συμμαχία τους απέφερε πλην των άλλων και ένα γιο, τον Πτολεμαίο ΙΕ΄, τον αποκαλούμενο Καισαρίωνα. Όταν έμαθε ότι ο γιος του Μιθριδάτη Φαρνάκης ενεργούσε κατά των Ρωμαίων στην Ασία, εξεστράτευσε εναντίον του τον Ιούνιο του 47 π.Χ., κινήθηκε με την ταχύτητα που τον χαρακτήριζε από την Αίγυπτο μέχρι τον Πόντο και νίκησε τον Φαρνάκη στην Ζέλα. Στην Ρώμη έγραψε «veni, vidi, vici» (ἦλθον, εἶδον, ἐνίκησα).

Ο Έρωτας για την Κλεοπάτρα

Στο μεταξύ ο Πομπήιος είχε περάσει στην Ελλάδα αλλά ο Καίσαρ προτίμησε να εκστρατεύσει εναντίον ορισμένων στρατηγών του Πομπηίου που βρίσκονταν στην Ισπανία ώστε να αποκλείσει αντιπερισπασμούς από τη Δύση. Επιστρέφοντας νικητής στη Ρώμη ο Καίσαρ αναγορεύθηκε το 49 π.X. δικτάτωρ και προετοίμασε την εκστρατεία του εναντίον του Πομπηίου στην Ελλάδα. Ο Πομπήιος νικήθηκε τελειωτικά στη Φάρσαλο της Θεσσαλίας τον Αύγουστο του 48 π.X., αλλά ο Καίσαρ συνέχισε να τον καταδιώκει ως την Αίγυπτο, όπου όμως δεν τον πρόλαβε ζωντανό. Οι άνθρωποι του Πτολεμαίου ΙΓ' Διονύσου τον είχαν δολοφονήσει.

Στην Αίγυπτο ο Καίσαρ αναμείχθηκε στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Πτολεμαίου και της αδελφής-συζύγου του και συμβασίλισσας Κλεοπάτρας Z'. Παίρνοντας το μέρος της όμορφης και έξυπνης Κλεοπάτρας - την οποία και ερωτεύθηκε - ο Καίσαρ νίκησε τον Πτολεμαίο και την ενθρόνισε ως μοναδική βασίλισσα. Από τη σχέση του με την Κλεοπάτρα ο Καίσαρ απέκτησε τον Πτολεμαίο IE' Καίσαρα, γνωστότερο ως Καισαρίωνα.

Μερικούς μήνες αργότερα ο Καίσαρ εκστράτευσε εναντίον του βασιλιά του Πόντου Φαρνάκη B', τον οποίο νίκησε κοντά στη Ζέλα τον Αύγουστο του 47 π.X. Τη νίκη του αυτή ο Καίσαρ ανήγγειλε στον φίλο του Γάιο Μάτιο με τη θρυλική φράση: «veni, vidi,vinci» («ήλθα, είδα, ενίκησα»).


Η Οριστική Επικράτηση

Ο Καίσαρ γύρισε στην Ιταλία τον Σεπτέμβριο του 47 π.Χ.. Στον Τάραντα τον υποδέχτηκε ο Κικέρων και του ζήτησε συγγνώμη που είχε ερωτοτροπήσει με τους Πομπηιανούς πριν από τα Φάρσαλα. Ο Καίσαρ τους συγχώρησε όλους. Έφτασε τον Οκτώβριο στην Ρώμη συνοδευόμενος από την Κλεοπάτρα, τον μικρό αδελφό, συμβασιλέα και σύζυγό της Πτολεμαίο ΙΔ΄ και τον Καισαρίωνα. Βρήκε την Ρώμη σε εκρηκτική κατάσταση. Οι ακραίοι της φιλολαϊκής παράταξης πρότειναν νόμο περί κατάργησης των χρεών.

Ο Μίλων είχε ανακληθεί από την αυτοεξορία του στην Μασσαλία και, στο πλευρό των λαϊκών τώρα, οργάνωνε στρατό στην νότιο Ιταλία και καλούσε τους δούλους να συμμετάσχουν στην εξέγερση. Στεφάνια στόλιζαν τον τάφο του Κατιλίνα. Τελικά ο Μάρκος Αντώνιος έπνιξε στο αίμα εκδήλωση ενόπλων της φιλολαϊκής παράταξης στο Forum με αποτέλεσμα 800 νεκρούς. Σε όλο αυτό το διάστημα οι στρατοί των Πομπηιανών στην Αφρική υπό τον Κάτωνα και στην Ισπανία υπό τον Σέξτο Πομπήιο, γιο του μεγάλου Πομπήιου, είχαν ενισχυθεί.

Ο Καίσαρ καταπράυνε τους populares καταργώντας και τους τελευταίους νόμους του Σύλλα και διαγράφοντας ορισμένους τόκους δανείων. Συγχρόνως θέλησε να καθησυχάσει τους συντηρητικούς. Διόρισε τον Βρούτο διοικητή της εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας, διαβεβαίωσε ότι δεν θα πειράξει την ιδιοκτησία και διέταξε να τοποθετηθούν στη Σύγκλητο τα αγάλματα του Σύλλα και του Πομπήιου. Όταν ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει κατά της Αφρικής οι στρατιώτες του στασίασαν γιατί είχαν πολύν καιρό να πληρωθούν.

Ο Καίσαρ στάθηκε ανάμεσά τους και τους είπε ότι απολύονται. Όσο για τα χρωστούμενα, είπε πως θα τα έπαιρναν στο ακέραιο όταν αυτός θα θριάμβευε στην Αφρική «μεθ’ ετέρων» στρατιωτών. Εντράπηκαν τότε οι στασιαστές, ζήτησαν συγγνώμη και τον παρακάλεσαν να τους κρατήσει. Ο Καίσαρ προσποιήθηκε τον ανένδοτο, αλλά τελικά ξεκίνησε μαζί τους για την Αφρική. Αποβιβαζόμενος παραπάτησε κι έπεσε μπρούμυτα. Αυτό θεωρούνταν κακό σημάδι, αλλά ο Καίσαρ διασκέδασε τον δεισιδαίμονα φόβο φωνάζοντας «Σε κρατώ γερά, Αφρική».

Στις 6 Απριλίου του 46 π.Χ. συναντήθηκε στην Θάψο με τις δυνάμεις των Πομπηιανών. Στην πρώτη σύγκρουση νικήθηκε αλλά αντεπιτέθηκε και συνέτριψε τους αντιπάλους του. Η σφαγή ήταν φοβερή. Ο Κάτων διέφυγε στην Ιτύκη και, βλέποντας το μάταιον της περαιτέρω αντίστασης, συμβούλευσε τον γιο του κι όσους δεν ήθελαν να φύγουν, να υποταχθούν στον Καίσαρα. Ύστερα αποσύρθηκε στο δωμάτιό του, διάβασε τον Φαίδωνα του Πλάτωνα και βύθισε το ξίφος στα σπλάγχνα του.

Ο Καίσαρ γύρισε στην Ρώμη το φθινόπωρο του 46 π.Χ. Η τρομοκρατημένη Σύγκλητος τον ψήφισε δικτάτορα για δέκα χρόνια. Ο Καίσαρ πλήρωσε στους στρατιώτες πολύ περισσότερα απ’ όσα τους είχε υποσχεθεί, προσέφερε άρτον και θεάματα στον λαό, κ’ ύστερα εξεστράτευσε στην Ισπανία, όπου κατανίκησε και τον τελευταίο μεγάλο στρατό των οπαδών του Πομπήιου.Σχεδόν Βασιλιάς


Επιστρέφοντας στη Ρώμη τον Οκτώβριο του 47 π.X. ο Καίσαρ αναγορεύθηκε και πάλι για έναν χρόνο δικτάτωρ και πήρε μερικά πολύ σημαντικά κοινωνικά μέτρα: απαγόρευσε να αγοράζουν σιτάρι από τις κρατικές αποθήκες όσοι είχαν τα οικονομικά μέσα να το αγοράζουν από την ελεύθερη αγορά, έκανε Ρωμαίους πολίτες όλους τους κατοίκους της Ιταλικής χερσονήσου και της Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας και έδωσε κλήρους γης στους Βετεράνους του εγκαθιστώντας τους στις διάφορες Ρωμαϊκές επαρχίες.

Εξάλλου με εντολή του Καίσαρος ο Έλληνας μαθηματικός Σωσιγένης επεξεργάστηκε ένα νέο ημερολόγιο το οποίο καθιέρωνε έτος 365 ημερών με ένα δίσεκτο (366 ημέρες) κάθε τέσσερα χρόνια. Το «Ιουλιανό» ημερολόγιο αποτελεί τη βάση του σημερινού. Προς τιμήν του Καίσαρος ονομάστηκε και ο μήνας Ιούλιος. Το 46 π.X. η θητεία του Καίσαρος ως δικτάτορος ανανεώθηκε για άλλα δέκα χρόνια. Μετά τη νίκη του εναντίον των γιων του Πομπηίου στην Ισπανία ο Καίσαρ ανακηρύχθηκε τον Φεβρουάριο του 44 π.X. ισόβιος δικτάτωρ (dictator perpetuus).

Ο Μεταρρυθμιστής 

Είχε έλθει πλέον η ώρα να δείξει την αξία του και ως διαχειριστής του ρωμαϊκού πολιτεύματος, αφού πρώτα οργάνωσε έναν τετραπλό θρίαμβο στη Ρώμη, για να γιορτάσει τις νίκες του στη Γαλατία, την Αίγυπτο, στον Πόντο και στη Νουμιδία. 

H προσήλωσή του στα πολιτειακά καθήκοντα διακόπηκε προσωρινά όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσει την επανάσταση στην Iσπανία με υποκινητή έναν γιο του Πομπήιου. Μετά όμως αφοσιώθηκε στα καθήκοντα της διακυβέρνησης της αχανούς αυτοκρατορίας. Oι μεταρρυθμίσεις του είχαν στόχο την εξάπλωση του ρωμαϊκού συστήματος διοίκησης σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, οπότε έδωσε ισχυρά κίνητρα για να μετακινηθούν πληθυσμοί, ενώ άρχισε να παραχωρεί δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη και στις κατακτημένες επαρχίες. 

Παράλληλα, έδωσε κίνητρα στους διανοούμενους και στους καλλιτέχνες να εγκατασταθούν μόνιμα στην αιώνια πόλη. Προσπάθησε να αναμορφώσει τη Ρωμαϊκή νομοθεσία και καθιέρωσε νόμους που σκοπό είχαν να ελέγξουν τη δύναμη της "επικίνδυνης" τάξης των συγκλητικών. H αύξηση του αριθμού των συγκλητικών ήταν ένα μέτρο προς αυτήν την κατεύθυνση. Θεωρώντας ότι οι αυξημένες απαιτήσεις διακυβέρνησης της τεράστιας πλέον αυτοκρατορίας καθιστούσαν αναγκαία τη δημιουργία περισσότερων αξιωμάτων, έδρασε ανάλογα.

Επίσης, προσπάθησε να ανακουφίσει τους πληβείους από τα χρέη, ωστόσο τα σχετικά μέτρα χαρακτηρίστηκαν ανεπαρκή, ενώ εγκαινίασε και ένα εκτεταμένο οικοδομικό πρόγραμμα. Αλλά το πιο γνωστό από τα "ειρηνικά" κατορθώματά του είναι η διόρθωση του ισχύοντος ημερολογίου καθ' υπόδειξιν των Ελλήνων αστρονόμων της Αλεξάνδρειας. Προς τιμήν του το νέο ημερολόγιο ονομάστηκε Ιουλιανό.


Εκτός από ικανός πολιτικός και στρατιωτικός, ο Καίσαρας ήταν ιδιαίτερα φιλομαθής. Μελετούσε μανιωδώς τους Έλληνες συγγραφείς, ενώ έγραψε και ο ίδιος αρκετά έργα, κυρίως ιστορικά, με γνωστότερα αυτά που αφορούσαν στις εκστρατείες του (De bello gallico, De bello civili).

Η Αποθέωση

Ο Καίσαρ είχε θριαμβεύσει σε όλα τα μέτωπα, αλλά η οικονομία της Ιταλίας ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Εκατό χρόνια εμφυλίων πολέμων είχαν καταστρέψει την παραγωγή, τα αγροκτήματα είχαν ερημωθεί, τα εισαγόμενα σιτηρά και οι χιλιάδες δούλοι του πολέμου που καλλιεργούσαν τα κτήματα των μεγάλων γαιοκτημόνων είχαν αναγκάσει τους χωρικούς να συσσωρευθούν στις πόλεις και ν’ αποτελέσουν ένα προλεταριάτο σε μόνιμο αναβρασμό.

Οι πατρίκιοι τον εχθρεύονταν, έμεναν ασυγκίνητοι από την επιείκειά του, αδιαφορούσαν για τις προτάσεις του, κατέκριναν την παρουσία της Κλεοπάτρας στην Ρώμη, κι έβλεπαν ότι έφτανε η ώρα που θα γινόταν κάποιος αυτό που πάντοτε φοβόταν : βασιλιάς. Η Σύγκλητος έπαψε φαινομενικά να αντιστέκεται. Το 44 π.Χ. τον ανακήρυξε ισόβιο δικτάτορα (dictator in perpetuum) και του επέτρεψε να φορά δάφνινο στεφάνι. Ήταν ύπατος, τιμητής, δήμαρχος, μέγας αρχιερεύς. Οι λαϊκές συνελεύσεις (comitia) ποδηγετούνταν από τον ίδιο ή τους υπαρχηγούς του αλλά ούτως ή άλλως ήταν μαζί του.

Αύξησε τον αριθμό των συγκλητικών από 600 σε 900 και εννοείται ότι οι νέοι συγκλητικοί ήταν άνθρωποι δικοί του. Εγκαινίασε την γραφειοκρατική διοίκηση του απέραντου κράτους, κατήργησε τις συντεχνίες για ν’ αποτρέψει λαϊκές συσπειρώσεις εναντίον του, θέσπισε ότι δικαστές θα γίνονταν μόνο πατρίκιοι και ιππείς και δίκαζε συχνά ο ίδιος. Επινόησε νέα μέθοδο απογραφής του λαού, με αποτέλεσμα ο αριθμός αυτών που έπαιρναν δωρεάν σιτάρι από την πολιτεία να μειωθεί από 320.000 σε 150.000.

Μοίρασε κρατικές γαίες στους παλαίμαχους στρατιώτες και στους φτωχούς, απαγορεύοντας την πώληση τους πριν την παρέλευση εικοσαετίας. Όρισε ότι το ένα τρίτο των εργαζομένων στα αγροκτήματα έπρεπε να είναι ελεύθεροι. Έστειλε 80.000 πολίτες σε διάφορες χώρες ως αποίκους και εγκαινίασε ένα μεγαλόπνοο πρόγραμμα οικοδομών. Μείωσε τα χρέη, τους τόκους και τους φόρους. Αποκατέστησε την σταθερότητα του νομίσματος κι όταν πέθανε υπήρχαν στο δημόσιο ταμείο 700 εκατομμύρια σηστέρτιοι και 100 εκατομμύρια στο ιδιαίτερο ταμείο του.

Παραχώρησε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη στους μορφωμένους ξένους που ζούσαν κι εργάζονταν στην Ρώμη και θέσπισε μέτρα υπέρ των πολυτέκνων. Καθιέρωσε πλήρη ανεξιθρησκεία και ανέθεσε στον Αλεξανδρινό Σωσιγένη να καταρτίσει νέο ημερολόγιο -το Ιουλιανό- γιατί το παλιό είχε χάσει κάθε επαφή με τις εποχές. Η Σύγκλητος έδωσε το όνομα της οικογένειάς του σε ένα μήνα.


Είχε κατά νουν πάμπολλα σχέδια πάσης φύσεως : διοικητικά, κατασκευαστικά, και βέβαια πολεμικά. Σχεδίαζε να τιμωρήσει τους Πάρθους για τον θάνατο του Κράσσου, να φτάσει στον Εύξεινο Πόντο και να κατακτήσει την Γερμανία. Δεν πρόλαβε όμως.

Η Αντίδραση

Ο Καίσαρ είχε συμπεριφερθεί με γενναιοψυχία στους ομότιμούς του μεν ταξικά, παραταξιακά όμως αντιπάλους του αριστοκράτες. Λίγους μόνο αξιωματικούς είχε καταδικάσει σε θάνατο, αυτούς που ενώ συγχωρήθηκαν μία φορά, έστρεψαν πάλι τα όπλα εναντίον του. Την αλληλογραφία του Πομπήιου και του Κάτωνα που βρήκε μετά τις ήττες τους στις σκηνές τους, την έκαψε χωρίς να την διαβάσει.

Έστειλε την κόρη και τους εγγονούς του Πομπήιου στον Σέξτο ενώ βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Οι οπαδοί του είχαν καταστρέψει το άγαλμα του Πομπήιου στην Σύγκλητο κι αυτός το ξανατοποθέτησε. Είχε δώσει ανώτερα αξιώματα στους πατρικίους και ανεχόταν τις ασταμάτητες κακολογίες τους. Αλλά όταν κοινολογήθηκαν τα νέα του πολεμικά σχέδια κατά των Πάρθων κτλ., που ενθουσίασαν λαό και κεφαλαιούχους, οι αριστοκράτες κατάλαβαν ότι αυτό θα σήμαινε την οριστική πολιτική τους εξαφάνιση. Πριν ή, ακόμη πιο βέβαια, μετά, ο Καίσαρ θα γινόταν βασιλιάς.

Οι ενδείξεις ήταν πολλές. Μολονότι οι σχέσεις του Καίσαρα με την σύζυγό του Καλπουρνία φαίνονταν αρμονικές, η Κλεοπάτρα ήταν πάντα στην Ρώμη με τον (πιθανολογούμενο) γιο τους Καισαρίωνα και φημολογούνταν ότι σκόπευε να την παντρευτεί και να μεταφέρει την πρωτεύουσα στην Αλεξάνδρεια. Είχε στήσει το άγαλμά του στο Καπιτώλιο, δίπλα στα αγάλματα των αρχαίων βασιλέων της Ρώμης. Τα νομίσματα έφεραν την μορφή του -σκάνδαλο- και τα ρούχα του ήταν από πορφύρα. Όταν οι δήμαρχοι έβγαλαν από το άγαλμά του το στέμμα που είχαν βάλει φίλοι του, τους καθήρεσε.

Κι όταν η Σύγκλητος τον επισκέφθηκε στον ναό της Αφροδίτης, αυτός δεν σηκώθηκε. Είπαν βέβαια κάποιοι ότι είχε κρίση επιληψίας ή διάρροιας την ώρα εκείνη, αλλά τα σημεία ήταν σαφή. Και στις 15 Φεβρουαρίου του 44 π.Χ., στην γιορτή των Λουπερκαλίων, ο Μάρκος Αντώνιος, ύπατος την χρονιά εκείνη, τρεις φορές προσπάθησε να βάλει το βασιλικό στέμμα στο κεφάλι του Καίσαρα. Βέβαια ο Αντώνιος ήταν μεθυσμένος ως συνήθως, και ο Καίσαρ απομάκρυνε και τις τρεις φορές το στέμμα, αλλά ψίθυρος αποδοκιμασίας διέτρεξε το πλήθος και οι πατρίκιοι αναθάρρησαν. Η αντίδραση υπέβοσκε.

Ο Κικέρων ξέχασε πάλι τα καλά λόγια που έγραφε τελευταία για τον Καίσαρα κι έγραψε τώρα ένα έπαινο για τον Κάτωνα. Ο Καίσαρ, που δεν είχε απατηθεί και πίστευε ότι ο Κικέρων τον μισούσε από τα βάθη της καρδιάς του, αρκέστηκε στον Αντικάτωνα. Αλλά η γραφίδα δεν είναι σπαθί κι ο Κικέρων αναδείχτηκε νικητής. Ο Καίσαρ θαυμάστηκε μόνο για την ανεκτικότητά του.


Η Συνωμοσία - Βρούτος

Ο Γάιος Κάσσιος, υπαρχηγός του Κράσσου στην Παρθία και ήρωας εκείνου του πολέμου θεωρούμενος, ήταν αυτός που οργάνωσε την συνωμοσία κατά του Καίσαρα. Μεταξύ των συνωμοτών ο Πόπλιος Σερβίλιος Κάσκας, ο αδελφός του Γάιος Σερβίλιος, ο Λεύκιος Τίλλιος Κίμβρος, ο Δέκιμος Βρούτος και άλλοι. Επιφανέστερος όλων ήταν ο Μάρκος Ιούνιος Βρούτος.

Ο Βρούτος ανήγε την καταγωγή του στον θρυλικό Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο, που έδιωξε τον βασιλιά Ταρκύνιο τον Υπερήφανο πριν από 450 χρόνια, εγκαθίδρυσε το αβασίλευτο πολίτευμα της Ρώμης, και θανάτωσε τους δύο του γιους επειδή αναμείχθηκαν σε συνωμοσία για την επαναφορά της βασιλείας. Η μητέρα του Βρούτου Σερβιλία ήταν ετεροθαλής αδελφή του Κάτωνα και η δεύτερη γυναίκα του Πορκία κόρη του Κάτωνα. Μεγάλη λοιπόν αντιμοναρχική παράδοση βάραινε τους ώμους του.

Σπούδασε φιλοσοφία στην Αθήνα, έγραψε μια πραγματεία περί ηθικής, ήταν πάντοτε συνοφρυωμένος και σιωπηλός, και θεωρούνταν υπόδειγμα αρετής. Αλλά θεωρούνταν και γιος του Καίσαρα. Η ερωτική σχέση του Καίσαρα με την μητέρα του Βρούτου Σερβιλία κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης του Βρούτου αμφισβητήθηκε από ορισμένους συγγραφείς αλλά ο Σουητώνιος είναι κατηγορηματικός :

«Ο Καίσαρ αγάπησε περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα την Σερβιλία, μητέρα του Βρούτου». Ο δε Πλούταρχος είναι ακόμη πιο κατηγορηματικός και δίνει λεπτομέρειες. Η δε άποψη των αρχαίων συγγραφέων ενισχύεται από την φροντίδα του Καίσαρα για τον Βρούτο που είδαμε κατά την μάχη των Φαρσάλων, και από την εν συνεχεία προώθησή του σε αξιώματα, με τελευταίο αυτό του πραίτωρα.

Η ψυχολογική κατάσταση του Βρούτου ήταν δεινή. Η οικογενειακή παράδοση τον βάραινε αφόρητα. Όταν πήγαινε στο πραιτώριο έβρισκε στο άγαλμα του μεγάλου προγόνου του Λεύκιου Βρούτου επιγραφές που έλεγαν : «Κοιμάσαι, Βρούτε» και «Δεν είσαι Βρούτος». Υπήρχε επίσης το μίσος προς τον διαφθορέα της μητέρας του -που τον είχε κάνει κάνει να μη ξέρει αν είναι ένας Βρούτος ή ένας νόθος- και, όπως διαδιδόταν, και της αδελφής του. Ο Κάσσιος θεώρησε απαραίτητη την σύμπραξη του Βρούτου, κατόρθωσε να τον παροξύνει και τον μύησε στην συνωμοσία.

Όταν φημολογήθηκε ότι στις Ειδούς του Μαρτίου (15 του μηνός) ο Λεύκιος Κόττας θα πρότεινε στην Σύγκλητο να γίνει ο Καίσαρ βασιλιάς γιατί ήταν γραμμένο στα Σιβυλλικά βιβλία πως μόνο βασιλιάς θα νικούσε τους Πάρθους, οι συνωμότες αποφάσισαν να δράσουν.


H Δολοφονία του

Λίγες μέρες νωρίτερα ο οιωνοσκόπος Σπουρίννας είχε πει στον Καίσαρα να φυλάγεται από τις Ειδούς του Μαρτίου. Το βράδυ της 14ης σε συγκέντρωση φίλων στο σπίτι του, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το ποιος θάνατος είναι ο καλύτερος. «Ο απροσδόκητος», ήταν η γνώμη του Καίσαρα. Το πρωί της 15ης η Καλπουρνία τον παρακάλεσε να μη πάει στην Σύγκλητο εκείνη την ημέρα γιατί είχε δει στον ύπνο της ότι τον κρατούσε στην αγκαλιά της σφαγμένο.

Οι ιερείς ήρθαν και είπαν ότι οι οιωνοί ήταν απαίσιοι. Αλλά ο εκ των συνωμοτών Δέκιμος Βρούτος περιγέλασε γυναίκες και ιερείς κι έπεισε τον Καίσαρα να μεταβεί την Σύγκλητο, έστω για ν’ αναβάλει την συνεδρίαση. Ενώ προχωρούσαν, είδε ο Καίσαρ τον οιωνοσκόπο και τον ειρωνεύτηκε : «Οι Ειδοί του Μαρτίου ήρθαν». Ο Σπουρίννας απάντησε «Ναι, ήρθαν, αλλά δεν πέρασαν». Στην πορεία τους το πλήθος που συνωστιζόταν γύρω από τον Καίσαρα ήταν μεγάλο. Πολλοί του έδιναν αιτήσεις και αναφορές που ύστερα τις παραλάμβαναν οι ακόλουθοί του.

Ο Έλληνας σοφιστής Αρτεμίδωρος ο Κνίδιος, που είχε σχέσεις με ανθρώπους του περιβάλλοντος του Βρούτου και είχε μάθει για την συνωμοσία, πλησίασε πολύ κοντά και του έδωσε ένα σημείωμα λέγοντας «Διάβασέ το αυτό, Καίσαρ, ο ίδιος και γρήγορα. Λέει για σπουδαία πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν». Ο Καίσαρ προσπάθησε να το διαβάσει αλλά οι εκδηλώσεις του πλήθους ήταν τόσες που δεν μπόρεσε. Μπήκε στην Σύγκλητο κρατώντας το σημείωμα ενώ ο Δέκιμος Βρούτος συγκράτησε τον Μάρκο Αντώνιο στην είσοδο σε μια παρατεινόμενη συζήτηση για σοβαρό, δήθεν, θέμα.

Όταν ο Καίσαρ κάθισε στο έδρανό του, οι συνωμότες τον περικύκλωσαν προφασιζόμενοι ικεσίες για την ανάκληση του εξόριστου αδελφού του Τίλλιου Κίμβρου. Ο Καίσαρ αρνούνταν σε έντονο ύφος και τότε ο Κίμβρος του τράβηξε προς τα κάτω την τήβεννο. Ήταν το σύνθημα. Πρώτος ένας από τους Κάσκες τον κτύπησε στον αυχένα αλλά η πληγή δεν ήταν σοβαρή. Ο Καίσαρ προσπάθησε ν’ αντισταθεί αλλά όπου κι αν στρεφόταν έβλεπε τα γυμνά σπαθιά των συνωμοτών, ενώ οι άλλοι συγκλητικοί παρακολουθούσαν με βουβή φρίκη.

Τον χτύπησαν όλοι για να έχουν όλοι συμμετοχή στον φόνο, κι όταν είδε και τον Βρούτο να ορμά εναντίον του είπε στα Ελληνικά «Και συ, τέκνον ;» και σκέπασε το κεφάλι του με την τήβεννο. Δέχτηκε είκοσι τρία χτυπήματα και κατέρρευσε στην βάση του αγάλματος του Πομπήιου.
Αυτές οι ασχολίες, όμως, δεν ικανοποιούσαν απόλυτα το ανήσυχο πνεύμα του Καίσαρα. Έτσι, αποφάσισε να προχωρήσει σε μια νέα εκστρατεία ενάντια στην ανερχόμενη δύναμη των Πάρθων, αυτή τη φορά με πρόσχημα την εκδίκηση για το θάνατο του Κράσσου.

Έστειλε μάλιστα στη Συρία μια ισχυρή δύναμη αποτελούμενη από έξι λεγεώνες. Ωστόσο, οι συγκλητικοί δεν είχαν πει ακόμη την τελευταία τους λέξη. Προτού προλάβει να μεταβεί στη Συρία για να αναλάβει προσωπικά την αρχηγία των λεγεώνων, έπεσε θύμα συνωμοσίας με αρχηγούς τον Κάσσιο, τον Δέκιμο και τον υιοθετημένο γιο του, Βρούτο. O Καίσαρας δολοφονήθηκε την 15η Mαρτίου του 44 π.X. μέσα στη Σύγκλητο, με 23 χτυπήματα που του κατάφεραν οι συνωμότες.


Παρά τον πρόωρο θάνατό του, η κληρονομιά του Ιουλίου Καίσαρα έμεινε ζωντανή για πολλούς αιώνες. Πολλοί είχαν κατορθώσει να αποκτήσουν μεγάλη πολιτική δύναμη στη Ρώμη πριν από απ' αυτόν, ωστόσο εκείνος ήταν ο πρώτος που πήρε στα χέρια του την απόλυτη εξουσία και ως εκ τούτου θεωρείται ο θεμελιωτής του αυτοκρατορικού θεσμού. Την επίσημη υπογραφή της ληξιαρχικής πράξης θανάτου του δημοκρατικού πολιτεύματος θα έβαζε ο διάδοχος του Καίσαρα και θετός γιος του, Οκταβιανός, που έγινε ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας το 27 π.X.

O Καίσαρας λατρεύτηκε ως θεός από το λαό της Ρώμης. Tο όνομά του δόθηκε στο ανώτερο αξίωμα της Ρωμαϊκής Πολιτείας, απ' όπου στη συνέχεια πέρασε και σε πολλές ακόμη χώρες ως Τσάρος, Κάιζερ κ.ά. Ο Καίσαρ πλέον εθεωρείτο ημίθεος, του πρότειναν ακόμη και βασιλικό διάδημα, το οποίο αρνήθηκε, αλλά μερικοί Συγκλητικοί πίστευαν ότι δεν θα το αρνιόταν ακόμη για πολύ.

Στο όνομα λοιπόν της δημοκρατίας, μια ομάδα Συγκλητικών, οι Ελευθερωτές (Liberatores) όπως αυτοαποκλήθηκαν, στις 15 Μαρτίου του 44 π.X., ημέρα της εορτής των Ειδών του Μαρτίου, δολοφόνησαν τον Καίσαρα μέσα στο θέατρο που είχε χτίσει ο Πομπήιος και όπου ο ίδιος ο Καίσαρ είχε συγκαλέσει συνέλευση της Συγκλήτου επειδή το δικό της κτίριο είχε καταστραφεί από πυρκαϊά πριν από μερικά χρόνια.

Εκτός από μεγάλος στρατηλάτης και πολιτικός ο Καίσαρ υπήρξε και εξαίρετος συγγραφέας. Έχουν διασωθεί δύο μόνο έργα του: τα Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού Πολέμου (Commentarii de Bello Gallico) και τα Απομνημονεύματα περί του Εμφυλίου Πολέμου (Commentarii de Bello Civili).

Τα Μετέπειτα

Ο λαός της Ρώμης εξεγέρθηκε κατά των δολοφόνων, αλλά ο Αντώνιος, κύριος πλέον της κατάστασης, φάνηκε συγκρατημένος, δέχθηκε την πρόταση του Κικέρωνα για χορήγηση γενικής αμνηστίας και συμφώνησε να δοθούν στον Βρούτο και στον Κάσσιο διοικήσεις επαρχιών. Η Σύγκλητος συγκατατέθηκε σε όλα αλλά κάλεσε επιπροσθέτως τον Οκταβιανό (Γάιος Οκτάβιος, ο μετέπειτα Αύγουστος) μικρανεψιό, θετό γιο και κληρονόμο του Καίσαρα σύμφωνα με την διαθήκη του.

Ο Αντώνιος, ο Οκταβιανός και ο Λέπιδος συγκρότησαν την Δεύτερη Τριανδρία, η οποία συγκρούστηκε με τους δολοφόνους του Καίσαρα, που είχαν εν τω μεταξύ ισχυροποιηθεί στην Ανατολή. Στους Φιλίππους (42 π.Χ.) Βρούτος και Κάσσιος νικήθηκαν και αυτοκτόνησαν, με τα ίδια εκείνα ξίφη με τα οποία είχαν σκοτώσει τον Καίσαρα.


Ακολούθησε διανομή του κράτους. Ο Αντώνιος πήρε την Αίγυπτο, ταύτισε την τύχη του μ’ αυτήν της Κλεοπάτρας, και τελικά ήρθε σε ρήξη με τον Οκταβιανό. Στην ναυμαχία του Ακτίου ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα νικήθηκαν (31 π.Χ.) και αυτοκτόνησαν τον επόμενο χρόνο, και ο Οκταβιανός έγινε μονοκράτορας.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΙΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΑ

Η Ζωή του

  • 100 π.X.: Γέννηση του Ιούλιου Καίσαρα στη Ρώμη.
  • 73 π.X.: Πρώτο πολιτειακό αξίωμα (Pontifex).
  • 69 π.X.: Πεθαίνει η σύζυγός του Κορνηλία.
  • 67 π.X.: Παντρεύεται την Πομπηία.
  • 65 π.X.: Εκλέγεται αγορανόμος.
  • 63 π.X.: Εκλέγεται Pontifex Maximus.
  • 61 π.X.: Ορίζεται Κοιαίστωρ στην Iσπανία.
  • 60 π.X.: Εκλέγεται ύπατος και σχηματίζει την Πρώτη Τριανδρία με τους Κράσσο και Πομπήιο.
  • 59 π.X.: Παντρεύεται την Καλπουρνία.
  • 58 π.X.: Nίκες επί των Ελβετών και Γερμανών.
  • 55 π.X.: Εισβολή στη Βρετανία.
  • 53 π.X.: Θάνατος του Κράσσου.
  • 52 π.X.: Νίκη επί του Βερκιγγετόριξ στην Aλέσια, οριστική υποταγή της Γαλατίας.
  • 49 π.X.: O Καίσαρας περνά το Ρουβίκωνα.
  • 48 π.X.: Επικρατεί του Πομπήιου στα Φάρσαλα και τον καταδιώκει στην Αίγυπτο.
  • 47-46 π.X.: Διαδοχικές νίκες του Καίσαρα σε Αίγυπτο, Zέλα, Θαψό και Νουμιδία, θρίαμβος στη Ρώμη.
  • 45 π.X.: Ανακηρύσσεται ισόβιος δικτάτωρ.
  • 44 π.X.: Δολοφονία του Καίσαρα από τους πολιτικούς αντιπάλους του.


Οι Μάχες του

  • 58 π.X.: Mάχη του Bιμπράκτε. O Kαίσαρας οδηγεί τις λεγεώνες του ενάντια σε υπέρτερη δύναμη των Eλβετών, την οποία συντρίβει.
  • 57 π.X.: Mάχη του ποταμού Σαμπρ. Mία από τις δυσκολότερες νίκες του Kαίσαρα, ενάντια στις συνασπισμένες γαλατικές φυλές των Nέρβιων, Aτρεβατών και Bιρομάνδουων.
  • 52 π.X.: H μοναδική αποτυχία του Kαίσαρα στη Γαλατική εκστρατεία: η έφοδός του στην οχυρωμένη Zεργκόβια αποκρούεται με μεγάλες απώλειες και οι Pωμαίοι αναγκάζονται να λύσουν την πολιορκία.
  • 52 π.X.: O Kαίσαρας "παίρνει το αίμα του πίσω", πολιορκώντας την Aλέσια, όπου βρίσκεται ο Bερκιγγετόριξ με τον κύριο όγκο του γαλατικού στρατού και αναγκάζοντάς τον σε παράδοση.
  • 48 π.X.: H μεγάλη μάχη στα Φάρσαλα που έκρινε το μέλλον της αυτοκρατορίας. O Kαίσαρας με τους βετεράνους της Γαλατίας συντρίβει τις δυνάμεις του Πομπήιου.
  • 47 π.X.: Mάχη της Zέλα. O Kαίσαρας, αν και υστερούσε αριθμητικά, κατανίκησε τις δυνάμεις του Φαρνάκη B', λέγοντας μετά τη μάχη το περίφημο "Veni, vidi, vici" (ήλθα, είδα, νίκησα).
  • 46 π.X.: H μάχη της Θαψού. O Kαίσαρας οριστικοποιεί την επικράτησή του έναντι των συγκλητικών, συντρίβοντας το ογκώδες στράτευμα που είχαν συγκεντρώσει στην Aφρική.


Ο Χαρακτήρας του

Στα Σούβουρα, σε μια πυκνοκατοικημένη και αρκετά λαϊκή συνοικία της Ρώμης, δυτικά του Φόρουμ, περίπου στην περιοχή της σημερινής Via Cavour, ήταν το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε στις 13 Ιουλίου το 100 π.Χ. ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας.

Γάιος ήταν το όνομα του πατέρα του, που του είχε δοθεί σύμφωνα με τη Ρωμαϊκή συνήθεια να παίρνει το παιδί το όνομα του πατέρα του. Ιούλιος ήταν το επώνυμό του, μιας και καταγόταν από το γένος των Ιουλίων. Καίσαρ ήταν το παρωνύμιό του, που το πήρε εξαιτίας του εξαιρετικού τρόπου με τον οποίο ήρθε στον κόσμο, δηλαδή με τομή (Λατινικά Καίσους) στην κοιλιά της μητέρας του. Από τον Καίσαρα, λοιπόν, έμεινε η τομή αυτή γνωστή ως καισαρική.

Βέβαια, η σημασία του ονόματος αυτού είναι αμφίβολη. Ένας Ρωμαίος συγγραφέας αναφέρει: «Οι καλύτεροι σοφοί και ειδικοί παραδέχονται ότι ο πρώτος που είχε αυτό το όνομα το απέκτησε σκοτώνοντας σε μια μάχη έναν ελέφαντα, που στην Καρχηδονική γλώσσα λεγόταν Καίσαρ. Η οικογένειά του άνηκε στους Πατρικίους, στους παλαιούς ευγενείς, και μάλιστα από τους πιο επιφανείς της εποχής. Ο Καίσαρας ισχυριζόταν ότι από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από τον Ίουλο ή Ασκάνιο, γιο του Αινεία και της Κρέουσας.

Ο Αινείας θεωρούνταν γιος της Αφροδίτης, και κατά συνέπεια ο Καίσαρας ήταν εγγονός της. Για το λόγο αυτό απεικόνιζε στα νομίσματα, στη σφραγίδα και τα όπλα του την Αφροδίτη. Έχτισε, μάλιστα, στο Φόρουμ και ναό προς τιμήν της (Venus Genetrix). Από τη μητέρα του καταγόταν από τον Άνκο Μάρκιο, τον 4ο από τους μυθικούς βασιλιάδες της Ρώμης, και έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να διευρύνει και να ενισχύσει το μύθο της θεϊκής καταγωγής του. Η αλήθεια είναι ότι οι πατρικοί πρόγονοί του δεν ήταν εξέχουσες φυσιογνωμίες, απλώς είχαν διακριθεί για τους επιτυχημένους γάμους τους.

Ο πατέρας τους είχε φτάσει ως το αξίωμα του Πραίτορος, διετέλεσε διοικητής Ασιατικής επαρχίας και είχε τεθεί επικεφαλής μιας εξέγερσης γεωργών αποίκων στο Κιρκαίο. Έτυχε επιμελημένης ανατροφής, σύμφωνα με τις παραδόσεις των οικογενειών των Πατρικίων. Έμαθε ανάγνωση και γραφή τόσο στα Λατινικά όσο και στα Ελληνικά (μέσω μιας παλιάς μετάφρασης της «Οδύσσειας» του Λίβιου Ανδρόνικου, καθώς και από το πρωτότυπο) και μελέτησε τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας και των δύο αυτών γλωσσών.

Στα δέκα του χρόνια είχε δάσκαλο τον Μάριο Αντώνιο Γνίφο. Με τον τρόπο αυτό απέκτησε τις βάσεις της Ρητορικής τέχνης, που ήταν απαραίτητη για έναν πολιτικό, καθώς επίσης και της ποίησης, την οποία χρησιμοποίησε αργότερα. Επισκεπτόταν τακτικά το Φόρουμ, άκουγε προσεκτικά τους μεγάλους ρήτορες της εποχής του και ήταν συνήθως παρών στις αποφάσεις και συνομιλίες των μεγάλων νομομαθών, για να εισδύει στα κύρια προβλήματα του δικαίου.


Τα χρόνια της νεότητάς του τέλειωσαν όταν φόρεσε την ανδρική τήβεννο, η οποία συμβόλιζε τη μετάβαση από την εφηβική στην ανδρική ηλικία. Το 84 π.Χ πέθανε ο πατέρας του από ξαφνικό θάνατο. Το γεγονός αυτό έδωσε στον Καίσαρα την πλήρη ανεξαρτησία του. Τον ίδιο χρόνο διέλυσε έναν αρραβώνα με την Κοσσουτία, που προερχόταν απο την τάξη των Ιππέων και παντρεύτηκε την κόρη του Κίννα, άσπονδου εχθρού του δικτάτορα Σύλλα, την Κορνηλία. Στο γάμο αυτό οδηγήθηκε για πολιτικούς σκοπούς. Η σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ της οικογένειάς του και των αρχηγών της δημοκρατικής παράταξης έγινε μεγαλύτερη.

Όμως την γυναίκα του, όπως και την κόρη του Ιουλία, τις αγαπούσε ιδιαίτερα. Για πρώτη φορά εμφανίζεται στη ζωή του η εναρμόνιση προσωπικών συναισθημάτων και πολιτικών σκοπών. Ήταν πάντα οπαδός των δημοκρατικών, σε αντίθεση με τους άλλους της εποχής του, που συνήθιζαν συχνά πυκνά να αλλάζουν τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Αυτό όμως δεν το έκανε για ιδεολογικούς λόγους, όπως ο Κάτωνας, αλλά γιατί ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει για έναν πολιτικό η εμπιστοσύνη του λαού. Πάντοτε ενεργούσε κρυφά. Στο δρόμο του για την εξουσία εμπόδιά του στάθηκαν η Γερουσία και ο Πομπήιος.

Η πρώτη δημόσια Υπηρεσία που ανέλαβε ήταν το αξίωμα του αρχιερέως του Διός. Ένα αξίωμα που δεν έδινε δύναμη, αλλά πολύ κύρος και ταίριαζε σε έναν απόγονο της Αφροδίτης. Οι Αρχιερείς ήταν υπεύθυνοι για τη διατήρηση των δικαστικών και θρησκευτικών παραδόσεων της πόλης. Ασκούσαν τον έλεγχο της δημόσιας και ιδιωτικής λατρείας και πρότειναν τρόπους διεκπεραίωσης των θρησκευτικών υποχρεώσεων. Ήταν ακόμα θεματοφύλακες των τύπων της προσευχής και του δικαιώματος του γάμου, συνέθεταν τον πίνακα των ετήσιων αρχόντων και τα χρονικά των συμβάντων.

Οι ιερείς κατοικούσαν στη «Βασιλική», το παλαιό παλάτι, και φορούσαν την ιερατική τήβεννο. Όλα αυτά αποτελούσαν μέρος της αγωγής του Καίσαρα. Έτσι ο Καίσαρας έφθασε στο σημείο που τον οδήγησαν η θέληση, τα χαρίσματά του, η συνείδηση για το καθήκον, καθώς και οι απαιτήσεις της εποχής. Ήταν 54 χρονών και είχε πίσω του πάνω από τρεις δεκαετίες πολιτικής δραστηριότητας, που τον είχαν οδηγήσει στο σκοπό του. Βέβαια όχι μέσα από έναν άκαμπτο και προσχεδιασμένο δρόμο, αλλά με το όραμα του σκοπού του πάντα μπρος στα μάτια του και με μεγάλη πίστη στην ύπαρξή του, δημιουργώντας συνεχώς καινούρια μέσα και καινούριους δρόμους.

Η προσωπικότητά του ήταν μοναδικά πολύπλευρη κι ενεργητική. Ήταν πολιτικός, νομοθέτης, νομικός, ρήτορας, ιστορικός συγγραφέας, ποιητής, έγραψε ένα έργο γραμματικής, ασχολήθηκε με τα μαθηματικά, τα τεχνικά, την αρχιτεκτονική και πάντα είχε δίπλα του τους κατάλληλους ανθρώπους που θα τον βοηθούσαν. Μπορούσε να υπαγορεύει έφιππος έξι διαφορετικά γράμματα συγχρόνως στους γραφείς που ακολουθούσαν γύρω του σε φορεία.

Κοντά σε αυτό το χάρισμα είχε μια δυναμικότητα που απαιτούσε το ύψιστο από τον ίδιο και από τους άλλους, και η οποία εμφανιζόταν κάθε φορά στην ταχύτητα της δράσης του και πιο πολύ στις στρατιωτικές του κινήσεις. Η μικρή του ανάγκη για ύπνο του επέτρεπε να εξοικονομεί χρόνο ταξιδεύοντας νύχτα στο αμάξι ή σε φορείο. Αυτές οι ιδιότητες είχαν σαν προϋπόθεση ένα σώμα που άντεχε στα πάντα.Ο Καίσαρας ήταν ψηλός κι αδύνατος, με ζωηρά μαύρα μάτια. Τα χαρακτηριστικά του είχαν συχνά γλυκύτητα και καλοσύνη.


Το σώμα του ήταν γυμνασμένο και το διατηρούσε σε καλή κατάσταση εξασκώντας το καθημερινά. Ήταν εγκρατής, πράγμα που τον βοηθούσε να μένει υγιής, και από την άλλη, χωρίς να χαλάει το κέφι του, απέφευγε τις καταχρήσεις στο οινόπνευμα. Πρόσεχε πάντοτε το παρουσιαστικό του, τόσο όσο ήταν νέος όσο και αργότερα. Είχε μια έμφυτη τάση για τελειότητα, πράγμα που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όταν κάποτε έχτισε μια βίλα που δεν ήταν ακριβώς όπως την ήθελε, την γκρέμισε και την έχτισε πάλι από την αρχή.

Εξαιτίας αυτής του της τάσης πίστευε ότι, για να εκπληρώσει το καθήκον του, έπρεπε να γίνει αρχηγός του κράτους. Η γοητεία του ήταν μεγάλη και πήγαζε από έμφυτη ευγένεια, που προερχόταν από τα βάθη της καρδιάς του. Η τέχνη του Καίσαρα στη μεταχείριση των ανθρώπων φαίνεται ολοκάθαρα στις σχέσεις του με τους στρατιώτες του. Η μεγαλοφυΐα της στρατηγικής του και ο δεσμός του με τους στρατιώτες του είχαν σαν αποτέλεσμα μια εξουσία που έφερνε στα χέρια του ακόμη και τον τελευταίο στρατιώτη.

Μετά από μια ήττα ενθάρρυνε ψυχολογικά τους στρατιώτες του. Από την άλλη, τους επέπληττε, τους τιμωρούσε, τους ανέλυε τα πράγματα ανοιχτά και ξεκάθαρα, και στο τέλος τους έπειθε ότι μπορούσαν να αποφύγουν την ήττα κι ότι μπορούσαν να διορθώσουν τα πράγματα. Ποτέ δεν προσπάθησε να δώσει θάρρος στους στρατιώτες του κρύβοντάς τους την πραγματικότητα και λέγοντας ψέματα. Γενικά πίστευε ότι μόνο μέσω της ειλικρίνειας επιτυγχάνεται η εμπιστοσύνη ανάμεσα σε αυτόν και τους στρατιώτες του.

Πάντοτε πολεμούσε μαζί τους κι όχι μόνο όταν υπήρχε περίπτωση ανάγκης. Δεν παρέλειπε να εκπαιδεύει ο ίδιος μερικές φορές τους στρατιώτες του και να ασχολείται πολλές φορές με τον καθένα ξεχωριστά.. Πάντα ήταν έτοιμος να αναγνωρίσει γενναίες υπηρεσίες, δίνοντας πολύτιμα όπλα και παράσημα. Με παρόμοιο τρόπο κέρδιζε και το λαό, ιδιαίτερα στην αρχή της πολιτικής του δραστηριότητας. Ένας άνδρας με τέτοια ακτινοβολία έκανε εντύπωση στις γυναίκες. Τα ερωτικά του κατορθώματα ακούγονταν παντού. Μετά το θάνατο του πατέρα του ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο η σχέση του με τη μητέρα του και την αδερφή του.

Οι άνδρες που είχαν στη νεότητά τους μια καλή και αγαπημένη μητέρα ψάχνουν στη ζωή τους να βρουν την ολοκλήρωση στις πιο διαφορετικές μορφές της στο πρόσωπο της γυναίκας. Αυτό συνέβη και με τον Καίσαρα. Η ωραιότερη, ίσως, πλευρά του χαρακτήρα του γίνεται εμφανής στη σχέση του με τους εχθρούς του. Προσπάθησε να συνεννοηθεί, δείχνοντας διάθεση συμβιβασμού και επιείκεια σε όσους πήγαν με το μέρος του Πομπήιου. Το ίδιο υπεύθυνος αισθανόταν τόσο για τους Ρωμαίους που τον υποστήριζαν όσο και για όσους ήταν αντίθετοι με αυτόν.

Η ζωή του είναι γεμάτη από αποδείξεις της μεγαλοψυχίας του (π.χ. αμνήστευση των αιχμαλώτων στο Κορφίνιο) όχι μόνο σε θέματα που αφορούσαν την πολιτική, αλλά και σε άσχετες περιπτώσεις (π.χ. σταματούσε τις μονομαχίες λίγο πριν ο νικημένος να δεχθεί το χαριστικό χτύπημα κ.α.). Παρόλα αυτά, μπορούσε να παραμερίσει τη μεγαλοψυχία του και να προβάλλει σκληρότητα, όπου αυτό ήταν αναγκαίο και κυρίως σε θέματα πολιτικής. Εντέλει, όμως, αυτή του την αρετή την πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή, καθώς εκείνοι που είχαν δεχτεί την αμνηστία και τη μεγαλοψυχία του αποτέλεσαν και το μεγαλύτερο μέρος όσων συντέλεσαν στη δολοφονία του.


Οι οργισμένοι οπαδοί του είπαν, μετά το θάνατο του, ότι καταστράφηκε από τη μεγαλοψυχία του κι ότι, αν δεν την είχε δείξει, δε θα του συνέβαινε κάτι τέτοιο (Νικόλαος της Δαμασκού). Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι ο Ιούλιος Καίσαρας ήταν μια μεγαλειώδης και πολύπλευρη προσωπικότητα της εποχής του. Είχε την ικανότητα να εκτιμά σωστά κάθε στιγμή, ανεξάρτητα από συμβατικότητες.

Μεγάλος στρατηγός, γοητευτικός και καλοσυνάτος με τους φίλους, διαλλακτικός με τους εχθρούς, ευγενικός με όλους, θαυμάσιος ρήτορας και εκτός των άλλων δημιουργός τρομερών σχεδίων που ωφέλησαν το κράτος. Τελικά, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, θα μπορούσε να ήταν αληθινά γιος της Αφροδίτης.

Το Σημείο Δολοφονίας του Ιουλίου Καίσαρα

«Γνωρίζαμε πάντοτε πως ο Καίσαρας είχε δολοφονηθεί μπροστά στον ανδριάντα του Πομπηΐου στη Ρωμαϊκή Γερουσία (Curia) στις “Ειδούς του Μαρτίου” (15 Μαρτίου 44 π.Χ.), διότι αυτό είναι που μας αναφέρουν τα κλασσικά κείμενα» αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο ερευνητής του Ισπανικού Ανώτατου Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών (CSIC), Αντόνιο Μοντερόσο.


«Όμως έως σήμερα δεν είχαμε κάποια έμπρακτη υλική απόδειξη αυτού του γεγονότος που τόσες φορές είχε αναπαρασταθεί σε ιστορικούς πίνακες και στον κινηματογράφο»πρόσθεσε. Ο Αντόνιο Μοντερόσο και η ομάδα του ανακοίνωσαν πως ανακάλυψαν μία κατασκευή από σκυρόδεμα μήκους περίπου τριών μέτρων και ύψους δύο μέτρων, το οποίο φέρεται να έχει εγερθεί στο σημείο αυτό κατόπιν διαταγής του Οκταβιανού Αυγούστου, υιοθετημένου γιου και διαδόχου του Καίσαρα, στο ακριβές σημείο όπου εκείνος είχε πέσει από τα πλήγματα που του κατάφερε η μάχαιρα των δολοφόνων του, μέσα στη Γερουσία.

«Γνωρίζουμε μετά βεβαιότητα πως την τοποθεσία όπου ο Ιούλιος Καίσαρας προήδρευσε στη συγκεκριμένη συνεδρίαση της Γερουσίας και όπου έπεσε νεκρός, μαχαιρωμένος, την περιέκλειε μία τετράγωνη κατασκευή, οι οποία αποτελείτο από τέσσερις τοίχους, οι οποίοι πλαισίωναν μία πλάκα από σκυρόδεμα», εξηγεί ο ίδιος ερευνητής. Η πλάκα φέρεται να είχε τοποθετηθεί στο σημείο εκείνο από τον Αύγουστο προκειμένου να σηματοδοτεί εσαεί το σημείο όπου ο Καίσαρας είχε προεδρεύσει στη στερνή του συνεδρίαση στο Βουλευτήριο προτού δολοφονηθεί και με τον τρόπον αυτόν να εξορκίσει δια παντός τον τόπο εκείνο, τονίζει το Επιστημονικό Κέντρο.

«Η ανακάλυψη τούτη επιβεβαιώνει σύμφωνα με το CSIC πως ο στρατηγός είχε μαχαιρωθεί ακριβώς στο κέντρο του Βουλευτηρίου (Curia) του Πομπηΐου ενώ προήδρευε της συνεδρίασης της Γερουσίας, καθισμένος σε θρόνο στο βάθος της αίθουσας». Η αποκάλυψη του σημείου κατέστη δυνατή κατά τη διάρκεια των ανασκαφικών έργων στην Τόρε Αρτζεντίνα, στο ιστορικό κέντρο της Ρώμης, όπου βρίσκεται η Curia Pompeii.



Αποτίμηση

Ο Πολιτικός

Ο Καίσαρ είχε φτάσει στο συμπέρασμα ότι το κράτος (res publica, η δημοκρατία κατά μίαν έννοιαν) δεν ήταν τίποτα, ένα όνομα μόνο χωρίς σώμα ή μορφή. Ήδη από την εποχή της επικράτησής του η παραδοσιακή μορφή του ρωμαϊκού πολιτεύματος, η συγκλητική κυριαρχία των ευγενών με τα δημοκρατικά στοιχεία που περιείχε, είχε καταργηθεί. Ο αριστοκράτης Καίσαρ κυριάρχησε της Συγκλήτου των αριστοκρατικών και ο αρχηγός της φιλολαϊκής παράταξης Καίσαρ κατέπνιξε τις φωνές των ομοϊδεατών του.

Κι όλα αυτά παρά την διατήρηση των θεσμών και τις φροντίδες του για τον λαό. Η δολοφονία του δεν έσωσε καμιάν από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις. Μετά από δεκαπέντε χρόνια εμφυλίων πολέμων εγκαθιδρύθηκε πολίτευμα το οποίο ναι μεν είχε όλα τα τυπικά γνωρίσματα του παλαιού καθεστώτος, ήταν όμως μοναρχία. Το καθεστώς που ετοίμασε-υπέδειξε ήταν η βάση για τον χρυσούν αιώνα του Αυγούστου.

Ο Στρατηγός

Στη στρατιωτική ιστορία, ο Ιούλιος Καίσαρας θεωρείται ένας από τους τρεις μεγάλους στρατηλάτες του αρχαίου κόσμου (Μέγας Αλέξανδρος, Αννίβας, Ιούλιος Καίσαρας). Κέρδιζε όλους του πολέμους ακόμη κι όταν έχανε τις πρώτες μάχες. Ο Πλούταρχος τον θεωρεί ανώτερο από όλους τους μέχρι τότε Ρωμαίους στρατηγούς, κρίνοντας από τις δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες των τόπων στους οποίους πολέμησε, την έκταση των χωρών που κατέκτησε, το πλήθος και το πάθος των εχθρών, και την αφοσίωση που ενέπνεε στον στρατό του.

Ο Συγγραφέας

Σώθηκαν δύο ιστορικά έργα του Καίσαρα για τους πολέμους στους οποίους αυτός πρωταγωνίστησε. Τα Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού Πολέμου και τα Απομνημονεύματα περί του Εμφυλίου Πολέμου. Το πρώτο αναφέρεται στην κατάκτηση της Γαλατίας και το δεύτερο στην διαμάχη του με τον Πομπήιο. Και τα δύο είναι γραμμένα σε τρίτο πρόσωπο. Παρά την εξυπακουόμενη έλλειψη απόλυτης αντικειμενικότητας, τα βιβλία αυτά είναι πολύτιμη πηγή για τα γεγονότα της εποχής. Άλλα έργα του δεν σώθηκαν.

Ο Κικέρων επαινεί τα Απομνημονεύματα και τους λόγους του και τον θεωρεί τον μεγαλύτερο ρήτορα, ίσως όμως αυτό να ήταν ένας ακόμη ελιγμός του όντως μεγαλύτερου ρήτορα. Είχε γράψει επίσης Περί Αναλογίας, τον Αντικάτωνα και ένα ποίημα με τίτλο Ταξίδι.

Ο Εραστής

Πέρα από την υπόνοια ομοφυλοφιλίας στην σχέση του με τον βασιλιά της Βιθυνίας Νικομήδη -που ο Σουητώνιος την αναφέρει ως μοναδική φήμη τέτοιας μορφής αλλά επιμένει σ΄αυτήν με προφανή ευχαρίστηση- ο Καίσαρ υπήρξε ακαταπόνητος εραστής. Κατά τον Σουητώνιο πάντα, είχε σχέσεις με πολλές γυναίκες μεταξύ των οποίων και με τις συζύγους του Κράσσου και του Πομπήιου. Πάνω απ’ όλες αγάπησε την Σερβιλία, την μητέρα του Βρούτου -για την οποία ελέχθη ότι του εξέδιδε την κόρη της Τερτία, σύζυγο εν συνεχεία του αρχισυνωμότη Γάιου Κάσσιου- και την Κλεοπάτρα.


Η δράση ήταν τόση που όταν τέλεσε θρίαμβο για την κατάκτηση της Γαλατίας, οι στρατιώτες του τραγουδούσαν «Πολίτες, κλειδώστε τις γυναίκες σας, γιατί έρχεται ο φαλακρός μοιχός». Ο Καίσαρ θεωρείται μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της παγκόσμιας ιστορίας. Άλλαξε το πολίτευμα της κοσμοκράτειρας Ρώμης και το όνομά του έφεραν οι μετέπειτα αυτοκράτορές της και έγινε ύστερα συνώνυμο του απόλυτου μονάρχη, του αυτοκράτορα (Κάιζερ, Τσάρος).

Ο Μόμμσεν τον θεωρεί γέφυρα της Ιστορίας μεταξύ Ελλάδος, Ρώμης και σύγχρονης εποχής. Οι κατακτήσεις του εκλατίνισαν την Γαλατία και την Ιβηρική, διέδωσαν τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό στην Ευρώπη και ανέστειλαν για τετρακόσια χρόνια τις επιδρομές των βαρβάρων. Ο Κικέρων έγραψε: Δεν είναι το τείχος των Άλπεων, ούτε το αφρισμένο κύμα του Ρήνου, η ασπίδα και το φράγμα κατά της εισβολής των βαρβάρων, αλλά τα όπλα και η στρατηγική ικανότητα του Καίσαρα. Μπορούμε να θεωρήσουμε τα λόγια του σαν φωτεινό διάλειμμα ειλικρίνειας ή σαν αφόρητη κολακεία.

ΧΑΡΤΕΣ 

Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία



Ιταλική Χερσόνησος 



Αρχαία Ρώμη





ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ 

























ΠΗΓΕΣ :

(1) :

(2) :

(3) :

(4) :

(5) :

(6) :

(7) :

(8) :

(9) :


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Copy Right

print and pdf

Print Friendly and PDF

Share This

Related Posts